ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΠΑΥΛΟΣ ΙΙ
=============
Νοέμβριος
του 1990 και ή Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας συνεδριάζει για την
εκλογή Πατριάρχη. Σύμφωνα με το καταστατικό, υποψήφιοι για την τελική
κλήρωση θα είναι οι τρεις μητροπολίτες, πού θα συγκεντρώσουν τους
περισσοτέρους σταυρούς, με κατώτερο όριο τους 13 ψήφους. Στον α' γύρο
αναδεικνύονται μόνο δυο υποψήφιοι. Ο τρίτος σε ψήφους, ο επίσκοπος
Ράσκας και Πρίζρεν Παύλος, λόγω ανεπαρκείας ψήφων (11) παραμένει εκτός.
Μόνο στον 9ο γύρο θα εισέλθει στην τριάδα των υποψηφίων με 20 ψήφους.
Θα
ακολουθήσει η τελική φάση της εκλογής δια κλήρου, δηλαδή δια του
αποστολικού τρόπου: ο ηγούμενος της μονής Τρόνοσσα, κατόπιν προσευχής,
βγάζει από το βιβλίο του Ευαγγελίου τρεις σφραγισμένους φακέλους και
παραδίδει ένα στον προεδρεύοντα αρχιερέα, ο οποίος ανοίγει τον φάκελο
προ της Ωραίας Πύλης και ανακοινώνει: «αρχιεπίσκοπος του Πεκίου,
μητροπολίτης του Βελιγραδίου και των Κάρλοβτσι και Πατριάρχης της
Σερβίας είναι ο επίσκοπος της Ράσκας και του Πρίζρεν Παύλος!».
15
χρόνια αργότερα, ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος έγραφε: «Ο
μοναδικός άνθρωπος, ο οποίος δεν ήθελε πράγματι να γίνει Πατριάρχης,
ήταν ο Παύλος!».
Μετά
την εκλογή ο νέος Πατριάρχης απευθυνόμενος στην Ιερά Σύνοδο θα πει: «Αι
δυνάμεις μου είναι μικραί και σεις το γνωρίζετε. Εγώ εις αυτάς δεν
ελπίζω. Ελπίζω εις την βοήθειάν σας και, επαναλαμβάνω, εις την βοήθειαν
του Θεού, με την οποίαν Εκείνος μέχρι σήμερον με υπεστήριζεν...».
Την
επόμενη, ημέρα της ενθρονίσεως, θα ανακοινώσει το ολιγόλογο πρόγραμμα
του: «Ανερχόμενος εις τον θρόνο του Αγίου Σάββα δεν έχω κανένα δικό μου
πρόγραμμα δια το πατριαρχικό έργο. Το πρόγραμμα μου είναι το Ευαγγέλιον
του Χριστού...».
Ό
Παύλος θα διατελέσει Πατριάρχης Βελιγραδίου και πάσης Σερβίας από την
1η Δεκεμβρίου 1990 έως τις 15 Νοεμβρίου 2009, ήμερα της κοιμήσεως του. Ο
λαός της Σερβίας τον αγάπησε πάρα πολύ. Στην τελετή της κηδείας του,
στην οποία χοροστάτησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος,
συγκεντρώθηκε τεράστιο πλήθος (άνω των 600.000 ατόμων).
Ό
Παύλος (κατά κόσμον Γκόικο Στόιτσεβιτς) γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου
1914 στο χωριό Κούτσαντσι τής Σλαβονίας (σήμερα ανήκει στην Κροατία).
Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία. Σπούδασε στη θεολογική Σχολή του
Βελιγραδίου. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πήγε ξανά στο Βελιγράδι ως
πρόσφυγας και εργάστηκε σε διάφορες δουλειές (ακόμη και οικοδόμος) για
να επιβιώσει. Το 1948 εκάρη μοναχός, το 1954 χειροτονήθηκε ιερομόναχος
και το 1957 χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης. Από το 1955 ως το 1957 έκανε
μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επιστρέφοντας στην
πατρίδα του, εξελέγη επίσκοπος Ράσκας και Πρίζρεν, στο Κόσσοβο.
Περιστατικά από τη διακονία του
Ό
Παύλος υπήρξε οσιακή μορφή. Η διακονία του ως επισκόπου Ράσκας και
Πρίζρεν ήταν μαρτυρική εν μέσω προπηλακισμών και διωγμών. Μια φορά σε
στάση λεωφορείου στο Πρίζρεν κάποιος Αλβανός τον χαστούκισε. Το
καλυμμαύχι και ο Επίσκοπος επήγαν σε αντίθετη κατεύθυνση! Ο αρχιερέας
σηκώθηκε, πήρε το καλυμμαύχι, και συνέχισε τον δρόμο του.
Φρόντιζε
πολύ περισσότερο για τούς άλλους, παρά για τον εαυτό του. Τον έβλεπαν
πολλές φορές στη σκαλωσιά να επιδιορθώνει τις στέγες των ναών. Στην έδρα
της επαρχίας του δεν είχε αρχιεπισκοπικό μέγαρο, αλλά ένα κελί, χωρίς
τηλέφωνο και χωρίς προσωπικό γραμματέα, μόνον μία γραφομηχανή, όπου ο
ίδιος έγραφε τις επιστολές. Ταξίδευε πολλές φορές σε βαγόνια με
κατεστραμμένα παράθυρα, όπου το χιόνι σκέπαζε τα καθίσματα. Πολλούς,
ακόμη και μεταξύ των Επισκόπων, αιφνιδίασε το ότι ό Παύλος εξελέγη στον
Πατριαρχικό θρόνο. Δεν είχε προβληθεί καθόλου από τα ΜΜΕ!
Ανέλαβε
τα πατριαρχικά του καθήκοντα σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της
σερβικής ιστορίας και υπήρξε σύμβολο ενότητας τού σερβικού λαού. Παρά
τις πολλές υποχρεώσεις του, ζούσε γνήσιο μοναχικό βίο. Λειτουργούσε κάθε
πρωί στο παρεκκλήσιο τού Πατριαρχείου και κάθε βράδυ ήταν παρών στον
Μητροπολιτικό ναό κατά την εσπερινή ακολουθία. Χαρακτηριστικά είναι και
τα ακόλουθα περιστατικά:
Κατά
την παραμονή του στην Ελλάδα για μεταπτυχιακές σπουδές, όποτε περνούσε
το λεωφορείο έξω από Εκκλησία σηκωνόταν όρθιος για να κάνει τον σταυρό
του. Σε ερώτηση αγιορείτη συνοδού του εξήγησε: Μα οι στρατιώτες, όταν
συναντούν αξιωματικό σηκώνονται όρθιοι. Πόσο μάλλον εμείς οι χριστιανοί
όταν συναντάμε τον Δεσπότη Χριστό, ο Οποίος βρίσκεται ένσαρκος μέσα στα
αρτοφόρια των εκκλησιών μας.
Τελειώνοντας
κάποτε τη συνεδρίαση της Σερβικής Συνόδου, ξεκίνησε κατά τη συνήθεια
του να πάει στον Εσπερινό στον Καθεδρικό Ναό. Βγαίνοντας είδε στο
πάρκινκ ένα πλήθος από πολυτελή αυτοκίνητα και ρώτησε:
-Σε ποιόν ανήκουν αυτά τα αυτοκίνητα;
-Είναι των Επισκόπων πού ήρθαν για τη Σύνοδο, μακαριότατε, του απάντησαν.
-Ω, ο Θεός να τους φυλάει. Με τί θα κυκλοφορούσαν άραγε εάν δεν είχαν δώσει τη μοναχική υπόσχεση της ακτημοσύνης;
Ο διάκονος που συνόδευε τον Πατριάρχη διηγείται για το μάθημα πού πήρε μια φορά που πήγαιναν στην Εκκλησία Μπάνοβο Μπρντό.
-Με τί θα πάμε, με το αυτοκίνητο; ρώτησε ό διάκονος.
-Όχι, με το λεωφορείο, απάντησε κατηγορηματικά ο Πατριάρχης.
-Μα το λεωφορείο είναι πάντα γεμάτο και ή ζέστη είναι αποπνιχτική. Και δεν είναι και κοντά.
-Έτσι θα πάμε, του λέει κοφτά ο Πατριάρχης.
-Μακαριότατε, είναι καλοκαίρι, ο κόσμος πηγαίνει για μπάνιο στο νησάκι
Τσιγκάλια και οι πιο πολλοί είναι ημίγυμνοι, δεν είναι σωστό...
-Πάτερ, του λέει ήσυχα ο Πατριάρχης, ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει!
Αρνούνταν
πολλές φορές να πάρει το μισθό του και αρκούνταν στη σύνταξη πού είχε
ως πρώην Επίσκοπος Ράσκα και Πρίζρεν. Τα ρούχα και τα παπούτσια του τα
διόρθωνε μόνος... Του έμεναν και χρήματα από τη μικρή του σύνταξη, τα
όποια έδινε στους φτωχούς και σε άλλες αγαθοεργίες.
Όταν
οι ιεράρχες είχαν ζητήσει το 1962 αύξηση μισθών ό Παύλος, επίσκοπος
τότε, είχε πει έκπληκτος: «Γιατί να γίνει αύξηση, αφού δε μπορούμε να
ξοδέψουμε ούτε αυτά που έχουμε;».
Οι
κάτοικοι του Βελιγραδίου συναντούσαν συχνά τον Πατριάρχη στο δρόμο ή
στο λεωφορείο. Μια φορά, ενώ περπατούσε κατευθυνόμενος στο Πατριαρχείο,
σταμάτησε δίπλα του μια Μερσεντές, τελευταίο μοντέλο. Στο τιμόνι ήταν ο
ιερέας μιας πλούσιας ενορίας του Βελιγραδίου.
-Μακαριότατε, παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας πάω όπου επιθυμείτε, του λέει περιποιητικά.
Ό Πατριάρχης μόλις ανέβηκε ρώτησε:
-Πατέρα, ποιανού είναι αυτό το πολυτελές αυτοκίνητο;
-Δικό μου, Μακαριότατε!
-Σταμάτα αμέσως! τον διέταξε ο Πατριάρχης.
-Κατέβηκε, έκανε ταπεινά το σημείο τού σταυρού, τον ευλόγησε και του είπε: Ό Θεός να σε προστατεύει!
Από την επικήδεια ομιλία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου
«Αποτελεί,
αδελφοί, κοινόν μυστικόν της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας ότι ο από
Ράτσκας και Πρεζρένης μακαριστός Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος ο
Στόϊτσεβιτς δεν ήτο εις συνήθων μέτρων Πρωθιεράρχης. Άλλωστε και η μορφή
αυτού και η όλη παρουσία ήκτινοβόλει οσιότητα και δικαιοσύνην!
Αδαμάντινος το ήθος, εθελουσίως πάμπτωχος, ασκητής υπενθυμίζων τους
αρχαίους Πατέρας της ερήμου, νηστευτής, αδιαλείπτως προσευχόμενος,
πράος, ειρηνικός και ταπεινός τη καρδία, αλλά και μαχητής ανυποχώρητος
και Ουσιαστικός οσάκις παρίστατο ανάγκη, πύρινος λειτουργός του ιερού
θυσιαστηρίου, πνευματέμφορος,... ευρυμαθής θεολόγος, προφητικός κήρυξ
του Ευαγγελίου, φιλάδελφος, φιλότεκνος, ελεημονέστατος, ...
διαλλακτικός, ειρηνοποιός, ..., υπήρξε στοιχείον μέγα της Εκκλησίας των
ήμερων μας, φέρον έκτυπον την σφραγίδα τής αγιότητας! Και αυτοί οι
θύραθεν αντελαμβάνοντο ότι είχαν να κάμουν με προσωπικότητα ασυνήθη, με
άνδρα άλλων μέτρων, άλλης ποιότητας, και εσέβοντο αυτόν, ακόμη και όταν
δεν συνέκλιναν αι απόψεις και θέσεις των. Ο Θεός τον εχάρισεν εις την
Εκκλησίαν την κατάλληλον στιγμήν, τότε ακριβώς που ο λαός του και η
πατρίς του τον εχρειάζοντο περισσοτέρων!
ΠΗΓΗ:
“ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣ”,
«Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ»