Η
κάτωθι επιστολή γράφτηκε το 364, όταν ο Μέγας Βασίλειος υπηρετούσε ως
Πρεσβύτερος στην Καισάρεια και αποτελεί σύντομη περίληψη της ηθικής
διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Περιέχεται στον 3ο τόμο των έργων του Μεγάλου Βασιλείου.
«1. Από
τα πολλά πράγματα τα οποία δεικνύει η θεόπνευστος Γραφή και τα οποία
οφείλουν να πραγματοποιηθούν από τους αποφασισμένους να ευαρεστήσουν το
Θεό έκρινα τώρα αναγκαίο να σημειώσω σε σύντομο υπόμνημα μόνο εκείνα τα
οποία επί του παρόντος ανακινήθηκαν μεταξύ σας. Την για κάθε σημείο
μαρτυρία που είναι ευκατάληπτη, αφήνω να την ανεύρουν οι απασχολούμενοι
με την ανάγνωση της Γραφής, οι οποίοι θα είναι ικανοί να την
υπενθυμίσουν και σε άλλους.
Ότι
πρέπει ο Χριστιανός να φρονεί άξια της επουρανίου κλήσεως (Εβρ. 3,1) και
να ακολουθεί βίο άξιο του Ευαγγελίου του Χριστού (Φιλιπ. 1,27).
Ότι δεν
πρέπει ο Χριστιανός να είναι επιπόλαιος (Λουκ. 12,29) και να παρασύρεται
από οτιδήποτε μακράν της μνήμης του Θεού και της θέλησης και των
κριμάτων αυτού.
Ότι πρέπει ο Χριστιανός γινόμενος σε όλα ανώτερος από την κατά νόμο δικαίωση να μην ορκίζεται, ούτε να ψεύδεται (Ματθ. 5,34).
Ότι δεν
πρέπει να βλασφημεί (Τίτ. 3,2), ούτε να υβρίζει (Α΄ Τιμ. 1,13), ούτε να
μάχεται (Β΄ Τιμ. 2,24), ούτε να αυτοδικεί (Ρωμ. 12,19), ούτε να αποδίδει
κακό αντί κακού (Ρωμ. 12,17), ούτε να οργίζεται (Ματθ. 5,22).
Ότι
πρέπει να μακροθυμεί (Ιακ. 5,8), οτιδήποτε και αν πάσχει και να ελέγχει
κατάλληλα τον αδικούντα (Τίτ. 2,15) όχι όμως από πάθος εκδίκησης αλλά
από επιθυμία διόρθωσης του αδελφού, κατά την εντολή του Κυρίου (Ματθ.
18,15).
Ότι δεν
πρέπει να λέει κάτι εναντίον απόντος αδελφού με σκοπό να τον διαβάλλει,
πράγμα το οποίο είναι συκοφαντία, ακόμη και αν είναι αληθινά τα λεγόμενα
(Β΄ Κορ. 12,20 και Α΄ Πετρ. 2,1).
Ότι πρέπει αν αποστρέφεται τον διαβάλλοντα τον αδελφό (Α΄ Πετρ. 3,16-17 και Ιακ. 4,11).
Ότι δεν πρέπει να λέει ευτράπελα (Εφεσ. 5,4).
Ότι δεν πρέπει να γελά ούτε να ανέχεται τους γελωτοποιούς (Λουκ. 6,21 ε. και Ιακ. 4,9).
Ότι δεν
πρέπει να ματαιολογεί λέγοντας κάτι που ούτε σε ωφέλεια των ακουόντων
αποβαίνει, ούτε στην αναγκαία και επιτρεπτή οικειότητα με το Θεό
συντελεί (Εφεσ. 4,29). Έτσι και οι εργαζόμενοι πρέπει να φροντίσουν, όσο
είναι δυνατό, να εργάζονται με ησυχία και τους αγαθούς λόγους ακόμη να
απευθύνουν προς εκείνους που είναι εμπεπιστευμένοι να οικονομούν το λόγο
με διάκριση προς οικοδομή της πίστης, για να μη λυπάται το Άγιο του
Θεού Πνεύμα.
Ότι δεν
πρέπει κάποιος που έρχεται έπειτα από άλλους να λαμβάνει το θάρρος να
πλησιάζει ένα από τους αδελφούς και να του μιλά, προτού αυτοί που έχουν
αναλάβει τη φροντίδα της ευταξίας, δοκιμάσουν πως αρέσει στο Θεό για το
κοινό συμφέρον.
Ότι δεν
πρέπει να υποδουλώνεται στον οίνο (Τίτ, 2,3), ούτε να καταλαμβάνεται από
πάθος για την κρεοφαγία (Ρωμ. 14,21), ούτε καθόλου να γίνεται λαίμαργος
για οποιοδήποτε φαγητό και ποτό (Β΄ Τιμ. 3,4), διότι ο αγωνιζόμενος
είναι εγκρατής στα πάντα (Α΄ Κορ. 9,25).
Ότι από
όσα δίδονται στον καθένα προς χρήση δεν πρέπει να έχει τίποτα σαν δικό
του ή να αποθηκεύει (Πραξ. 4,32), αλλά, προσέχοντας με φροντίδα για όλα
σαν να ανήκουν στον Κύριο να μην περιφρονεί τίποτα από όσα τυχόν
ρίπτονται ή παραμερίζονται.
Ότι δεν
πρέπει να είναι κανείς ούτε του εαυτού του κύριος, αλλά να σκέπτεται και
να ενεργεί σε όλα κατά τέτοιο τρόπο, σαν να έχει παραδοθεί από το Θεό
σε δουλεία στους ομοψύχους αδελφούς (Α΄ Κορ. 9,19) και πάντως ο καθένας
να μένει στην τάξη του (Α΄ Κορ. 15,23).
2. Ότι
δεν πρέπει να γογγύζει (Α΄ Κορ. 10,10), ούτε από στενοχώρια για την
έλλειψη των αναγκαίων, ούτε από την κόπωση για την εργασία, διότι σε
κάθε περίπτωση την κρίση έχουν οι εμπεπιστευμένοι την αντίστοιχη
εξουσία.
Ότι δεν
πρέπει να γίνεται κραυγή, ούτε άλλη εκδήλωση ή κίνηση, στην οποία
μαρτυρείται θυμός (Εφεσ. 4,31) ή απομάκρυνση από τη βεβαιότητα ότι ο
Θεός είναι παρών ( Εβρ. 4,13).
Ότι πρέπει η φωνή να είναι σύμμετρη με την εκάστοτε ανάγκη.
Ότι δεν
πρέπει να αποκρίνεται σε κάποιον ή να κάνει κάτι με θρασύτητα και
καταφρόνηση (Τίτ. 3,2), αλλά να δεικνύει σε όλα και προς όλους την
επιείκεια (Φιλιπ. 4,5) και την εκτίμηση (Ρωμ. 12,10 και Α΄ Πέτρ. 2,17).