Σελίδες

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού



Σύμφωνα με ομόφωνη αγιοπατερική μαρτυρία την οποία επιβεβαιώνει αδιάκοπη εκκλησιαστική παράδοση αιώνων, οι ειδικές ευχές για τους νεκρούς θεσπίστηκαν από τους αγίους αποστόλους. H θέσπιση αυτή έχει δύο βασικά δογματικά  θεμέλια: α) την έννοια της Εκκλησίας ως κοινωνίας αγίων, που αποτελείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και τους «κεκοιμημένους» χριστιανούς και β) την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, την ανάσταση και την τελική κρίση.
Επιπλέoν, η διδασκαλία και η διαχρονική πράξη της Εκκλησίας, μας προτρέπουν να εκδηλώνουμε  τη μέριμνα μας για την ανάπαυση μιας ψυχής όχι μόνο με προσευχές, αλλά και με έργα αγάπης. Έτσι, οι Αποστολικές Διαταγές παραγγέλνουν να προσφέρονται στους φτωχούς ορισμένα από τα υπάρχοντα του νεκρού στη μνήμη του.  Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, συμβουλεύει να κάνουμε τέτοιες αγαθοεργίες, «ώστε, αν μεν ο νεκρός είναι αμαρτωλός, ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτίες του· και αν είναι δίκαιος, να λάβει μεγαλύτερο μισθό και ανταπόδοση». Οι προσευχές, από το άλλο μέρος, για  τους νεκρούς περιλαμβάνουν τόσο την μνημόνευση των ονομάτων τους στις θείες λειτουργίες, όσο και την τέλεση ειδικών ακολουθιών, των μνημοσύνων.
Ήδη στις Αποστολικές Διδαχές βρίσκεται η διάκριση των μνημοσύνων σε «τρίτα», «ένατα», «τεσσαρακοστά» και ενιαύσια» (ετήσια), ανάλογα με το χρόνο τελέσεως τους από την ημέρα του θανάτου.

Περί των εν πίστει κεκοιμημένων

Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού
Περί των εν πίστει κεκοιμημένων

Ότι οι λειτουργίες και αγαθοεργίες τους ωφελούνΝεοελληνική απόδοση Δημητρίου Ρίζου
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ
Έρχεται η ώρα, η ώρα του θανάτου, και προ­σφιλή μας πρόσωπα αναχωρούν από τον κόσμο τούτο, όπως θ' αναχωρήσουμε κι εμείς όταν έρθη η δική μας ώρα. Και αμέσως μετά τις εξόδιες τι­μές και υποχρεώσεις τελούμε τα κανονισμένα από την Εκκλησία μας μνημόσυνα.
Πόσο αλήθεια είναι παρεξηγημένα τα μνημό­συνα; Και πόσες αντιρρήσεις δεν ακούγονται γι' αυτά:
-Τί τα χρειαζόμαστε; Δεν ωφελούν σε τίποτε.-Τί τα θέλεις, πάει ο άνθρωπος; Τώρα τελείω­σε!!-Αυτά είναι επινοήσεις των παπάδων για να εισπράττουν.
-Δεν τον κύτταξαν όταν ζούσε, τώρα θα του κάνουν τα μνημόσυνα, για τα μάτια του κόσμου.
Α, εμείς «αντί μνημόσυνου» θα δώσουμε, και πιο πολύ θα «πιάσει», στο (τάδε) ίδρυμα κτλ.
Τα ερωτήματα όμως μένουν. Ωφελούν ή όχι τα μνημόσυνα; Πρέπει να τελούνται; Μπορεί ν' αντικατασταθεί το μνημόσυνο που γίνεται στο ναό, με μια δωρεά; Πότε και ποια μνημόσυνα πρέπει να γίνονται;
Η απάντηση βρίσκεται στην πραγματεία «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων» που έγραφε ή, όπως φαίνεται από μια προσφώνηση, εκφώνη­σε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Πρόκειται για μια σύνοψη της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας για τα μνημόσυνα. Περιέχονται όλα όσα πρέ­πει να ξέρει ο ορθόδοξος χριστιανός και μάλιστα από έναν μεγάλο θεολόγο του 9ου αιώνα, όπως είναι ο Δαμασκηνός. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμα­σκηνός λύνει πολλά προβλήματα και απαντάει σε πολλά ερωτήματα που συναντάμε στις κατ' ι­δίαν συζητήσεις με τους χριστιανούς. Φαίνεται ότι οι ίδιοι προβληματισμοί απασχολούσαν τους ανθρώπους και τότε και τώρα, γύρω από το μέγα θέμα του θανάτου και των μνημοσυνών...
Η νεοελληνική απόδοση που έκανα είναι ε­λεύθερη, χωρίς βεβαίως ν' απομακρύνεται πολύ από το κείμενο.
Θέλω εδώ να προσθέσω μια πολύ σημαντική σημείωση του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου για τα μνημόσυνα.
«Επειδή δε ενταύτα ο λόγος περί Μνημοσυ­νών είναι, σημειούμεν, ότι, τα μεν τρίτα οπού γί­νονται εις τους κεκοιμημένους αδελφούς, δηλούσι κατά τον Θεσσαλονίκης ιερόν Συμεών, ότι ο κοιμηθείς αδελφός υπό της αγίας Τριάδος εξ αρ­χής συνετέθη. Τα δε έννατα των κεκοιμημένων σημαίνουσιν, ότι ο διαλυθείς εις τα εξ ων συνετέ­θη, έχει να συγκαταριθμηθή με τα εννέα άυλα τάγματα των Αγγέλων, ως άυλος και αυτός. Τα δε τεσσαρακοστά δηλούσιν, ότι, εν τη μελλούση αναστάσει συντεθείς πάλιν κατά τρόπον υψηλότερον, έχει και αυτός να αναληφθή ως ο Κύριος, και αρπαγείς εν νεφέλαις, να υπαντήση τω Κρι­τή. Ταύτας τας τρεις καταστάσεις του ανθρώπου σημαίνουσι και τα τρίμηνα και εξάμηνα, και εννεάμηνα, και απλώς ειπείν, υπέρ καθαρισμού του αποθανόντος ταύτα τελούνται, και εξαιρέτως τα τεσσαρακοστά, ως τούτο δηλούται από το παρά­δειγμα του Κυρίου μας, όστις και εις τας τρεις γεννήσεις αυτού τρεις ολόκληρους Τεσσαρακο­στάς εφύλαξεν, εν εαυτώ τυπών τον ημέτερον βίον. Γενέθλιος γαρ ημέρα και ο εκάστου θάνα­τος ονομάζεται, κατά τον να' της εν Λαοδικεία. Αι δε Αποστολικαί Διαταγαί (βιβλ. η, κεφ. μβ') λέγουσιν, ότι τα μεν τρίτα γίνονται δια τον τριημέρως εγερθέντα Χριστόν, τα δε έννατα εις ενθύμησιν ζώντων και τεθνεώτων, τα δε τεσσαρακο­στά, κατά τον παλαιόν τύπον. Ούτω γαρ και Μωυσήν ο λαός επένθησεν. Τινές δε λέγουν ότι τα μεν τρίτα γίνονται εις καθαρισμόν του τριμερούς της ψυχής, τα δε έννατα εις καθαρισμόν των πέ­ντε του σώματος αισθήσεων και του γονίμου φυ­σικού, και μεταβατικού, τα δε τεσσαρακοστά εις καθαρισμόν των εν τω σώματι τεσσάρων στοι­χείων, από τα οποία καθ' ένα υπηρέτησεν εις την παράβασιν των δέκα εντολών, τετράκις δε τα δέ­κα, κάμνουν τεσσαράκοντα». (Πηδάλιον, Εν Α­θήναις 1886, σελ. 221)
Δημήτριος Π. Ρίζος
ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΝ

Ότι οι λειτουργίες και οι αγαθοεργίες τους ωφελούν
1. Τα νόστιμα και ακριβά φαγητά όταν προ­σφέρονται συχνά, όχι μόνο τους πεινασμένους προκαλούν να φάνε, αλλά και τους χορτάτους. Το ίδιο και τα γλυκόπιοτα ποτά όχι μόνο τους δι­ψασμένους τραβάνε, αλλά και όσους έχουν πιει. Αλλά και με τους φιλόπλουτους παρόμοια συμ­βαίνουν, αφού όταν αποκτήσουν πλούτο ανεβαί­νει η αγάπη τους προς αυτόν και αγωνίζονται κα­θημερινά να τον επαυξήσουν.
Λοιπόν και σας τίμια μέλη της εκκλησίας, ιε­ρείς και πατέρες, αδελφοί και μητέρες και τέκνα αγαπητά, δεν σας ανάγκασε η στέρηση των θείων λόγων, ούτε η δίψα για τα ιερά μαθήματα και τη θεόπνευστη γνώση να τρέξετε στο λόγο που τώ­ρα σας προσφέρεται, αλλά θεοχαρίτωτη επιθυμία που σας οδηγεί ψηλότερα σε δύναμη και χάρη πνευματική. Γιατί αυτό που έχει λείψει στους τελείους βρέθηκε από νεόφυτο, αυτό που δεν πρό­σεξαν οι σοφοί φανερώθηκε σε αγράμματους, αυ­τό που ξέφυγε από τους δασκάλους ήρθε και φώ­τισε μαθητές. Για μας ούτε αυτό μπορώ να τολμή­σω να το πω, αλλά αφού μαζέψουμε τις ρόγες που έμειναν στο αμπέλι μετά τον τρύγο, και τα στά­χυα που λόγω της πληθώρας έμειναν στο χωράφι και γενικώς κάθε καρπό που εγκαταλείφθηκε πά­νω στα δένδρα μετά τη συγκομιδή, με αυτά, επα­ναλαμβάνω, τα εφόδια θα φιλέψουμε όσους θέ­λουν, και πάντα με τη βοήθεια του Χριστού του αληθινού βοηθού Θεού που επιβεβαιώνει το λόγο με έργα και αποδείξεις.
2. Το κούφιο και άδειο από κάθε καλό και α­γαπητό στο Θεό πράγμα και από κάθε θεοφιλή σκέψη φίδι, ο πατημένος κάτω από το πέλμα ε­χθρός, που κτυπιέται από τη φιλαδελφία, που κομματιάζεται από την πίστη, που νεκρώνεται α­πό την ελπίδα, που ταράζεται από τη συμπάθεια, το παράνομο αυτό φίδι επέπεσε με τρόπο παράνο­μο και άθεσμο πάνω σε κάποιους και τους φύτεψε την ιδέα ότι τάχα όλα τα αγαπητά στον Θεό έργα σε τίποτε δεν ωφελούν τους πεθαμένους. Υπενθυ­μίζει μάλιστα τα χωρία: «Τους απέκλεισε ο Θεός απ' αυτά» (Ιώβ 3, 23), και «Ο καθένας θα αποκο­μίσει ανάλογα με όσα με το σώμα του έπραξε, είτε καλό είτε κακό» (Β' Κορ. 5, 10), και «Ποιος θα σε δοξολογήση στον άδη;» (Ψαλμ. 6, 6), και «Συ θα πλήρωσης στον καθένα ανάλογα με τα έργα του» (Ψαλμ. 61, 13), ή το «Ό,τι έσπειρε ο καθέ­νας αυτό και θα θερίση» (Γαλ. 6, 7).
Αλλά θα τους πούμε: Σοφοί εσείς, ερευνήστε και μάθετε ότι είναι μεγάλος ο φόβος από τον Δεσπότη των όλων Θεό, αλλά πιο πολύ υπερέχει η αγαθότητά του. Και οι απειλές είναι φοβερές, αλλ' η φιλανθρωπία του αφάνταστα πιο μεγάλη. Τρομακτικές είναι και οι καταδίκες, αλλά λόγια δεν βρίσκονται για την καλωσύνη του.
3. Ακούστε τι λέει η θεία Γραφή: Πως ο Ιού­δας ο Μακκαβαίος στη Σιών την πόλη του μεγά­λου βασιλέως, όταν είδε το λαό του θανατωμένο από τους εχθρούς, και αφού ερευνώντας βρήκε α­νάμεσά τους είδωλα, αμέσως πρόσφερε με κάθε ευλάβεια και αγάπη θυσία καθαρτική για τον κα­θένα απ' αυτούς στον έτοιμο για ευσπλαχνία Κύριο. Και γι' αυτή του την πράξη τον θαυμάζει και τον επαινεί η Γραφή. Αλλά και οι θείοι Από­στολοι, οι αυτόπτες μάρτυρες του Λόγου, που σα­γήνευσαν τον κόσμο, καθόρισαν να γίνεται κατά τη θεία λειτουργία μνημόνευση των πιστών νε­κρών. Αυτή την παράδοση χωρίς καμμιά αντίρ­ρηση την κρατεί η απλωμένη στα πέρατα του κό­σμου Εκκλησία του Χριστού και Θεού σταθερά από τότε μέχρι σήμερα και μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Οπωσδήποτε όχι αλόγιστα το καθιέ­ρωσαν, ούτε άδικα και τυχαία. Γιατί τίποτε ανώ­φελο δεν παρέλαβε η αλάθητη θρησκεία των χρι­στιανών, αλλά όλα όσα κρατεί στους αιώνες στα­θερά είναι και χρήσιμα και αρέσουν στο Θεό και βοηθούν στη σωτηρία.


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
4. Ακόμα είπε ο Διονύσιος, αυτός που γνώρι­σε τα ουράνια, στη μυστική του θεωρία για τους κεκοιμημένους τα παρακάτω: «Οι προσευχές των αγίων και σ' αυτή τη ζωή, αλλά πολύ περισσότε­ρο στη μετά θάνατο, επιδρούν σ' αυτούς που εί­ναι άξιοι προσευχών, δηλ. στους πιστούς». Και υστέρα από λίγο: «Ο θείος ιεράρχης, ο διδάσκαλος της θεαρχικής δικαίωσης ποτέ δε ζη­τούσε όσα δεν ήταν αρεστά στο Θεό και τα οποία του είχε υποσχεθή ότι θα του τα δώση με θεϊκό τρόπο. Για τον λόγο αυτόν και δεν τα εύχεται στους ανίερους δηλ. τους αβάπτιστους»... «Λοι­πόν ο θείος ιεράρχης ζητάει όσα αρέσουν στο Θεό και θα δωρηθούν οπωσδήποτε»... «Η ευχή της αγαθότητος του Θεού ζητάει να συγχωρεθούν όλα τα πταίσματα των κεκοιμημένων που έγιναν από την ανθρώπινη αδυναμία, και να τοποθετη­θούν στη χώρα των ζώντων, στους κόλπους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, απ' όπου έ­χει φυγαδευθεί ο πόνος, το δάκρυ και ο στεναγ­μός. Και να παραβλέψη η θεαρχική εξουσία τις αμαρτίες που έκανε ο νεκρός από ανθρώπινη αδυ­ναμία, αφού, όπως λέει η Γραφή, «κανένας δεν εί­ναι καθαρός από αμαρτία»». Βλέπεις, εσύ που αντιλέγεις, πώς βεβαιώνει ό­τι ωφελούν οι προσευχές εκείνους που αναχώρη­σαν με την ελπίδα στο Θεό;



ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
5.Μετά τον Διονύσιο να ο συνώνυμος με τη θεολογία ο Γρηγόριος τι γράφει για τη μητέρα του στον επιτάφιο λόγο του αδελφού του Καισαρίου: «Ακούσθηκε κήρυγμα αξιοπρόσεκτο και ελαφρώνεται ο πόνος της μητέρας από την καλή και σύμφωνη με το θείο νόμο υπόσχεση, ότι θα τα δώσει όλα για το παιδί ως δώρο του επιτά­φιο»... «Όσα εξαρτώνται από μας τα κάναμε. Όμως και άλλα θα δώσουμε και θα προσφέρουμε τις ετήσιες τιμές και μνημόσυνα, εάν βεβαίως μείνουμε στη ζωή». Βλέπεις ότι βεβαιώνει και χαρακτηρίζει κα­λές και θείες τις προσφορές που κάνουμε για κεί­νους που αναχώρησαν προς τον Κύριο και απο­δέχεται τα ετήσια μνημόσυνα;



ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
6.Ύστερα ο αληθινά Χρυσόστομος ο συνώνυμος με το χρυσό Ιωάννης, ο δάσκαλος της φιλοπτωχίας και της μετανοίας στην θεοφώτιστη ερμηνεία στις προς Φιλιππησίους και Γαλάτας επιστολές γράφει: «Εάν οι ειδωλολάτρες μαζί με τους νεκρούς καίνε και τα πράγματά τους, πολύ περισσότερο εσύ ο πιστός πρέπει να συνοδεύσης μαζί με τον πιστό και όσα του ανήκουν, όχι βεβαίως για να γίνουν στάχτη όπως στους εθνι­κούς, αλλά για να τον δοξάσεις περισσότερο. Και εάν ο νεκρός είναι αμαρτωλός για να γλυτώ­σει από τις αμαρτίες του, εάν δε είναι δίκαιος για να αυξηθή ο μισθός και ανταμοιβή του». Και αλλού γράφει: «Ας σοφισθούμε κάποια ωφέλεια να προσφέρουμε σ' αυτούς που έφυγαν. Ας τους βοηθήσουμε όσο είναι δυνατό. Μιλάω για τις ελεημοσύνες και τις προσφορές που πραγ­ματικά αυτές τους εξασφαλίζουν μεγάλη βελτίω­ση, κέρδος και ωφέλεια. Γιατί αυτά ούτε νομοθε­τήθηκαν ούτε παραδόθηκαν στην Εκκλησία του Θεού από τους σοφούς μαθητές του έτσι άσκοπα και τυχαία. Δεν θα μας παρέδιδαν δηλαδή να εύ­χεται ο ιερέας για τους κεκοιμημένους, εάν δεν γνώριζαν ότι αυτά τους ωφελούν και τους εξασφαλίζουν κέρδος».



ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ
7. Έπειτα μαζί με αυτούς και ο πάνσοφος Γρηγόριος Νύσσης έτσι γράφει: «Τίποτα δεν πα­ραδόθηκε έτσι ασυλλογίστως και ανωφελώς από τους κήρυκες και μαθητές του Χριστού και κρα­τήθηκε σ' όλη την Εκκλησία. Το να μνημο­νεύουμε κατά την ώρα της ολόφωτης μυσταγω­γίας όσους κοιμήθηκαν με σωστή την πίστη τους είναι και ωφέλιμο στο νεκρό και αρεστό στο Θεό».
8. Γιατί το. «Εσύ θα αποδώσης στον καθένα ανάλογα με τα έργα του» και το. «Ο καθένας θα θερίσει ό,τι έσπειρε» και τα άλλα παρόμοια, λέ­χθηκαν οπωσδήποτε για την δευτέρα παρουσία του Κυρίου και για την κρίση που θα κάνει τότε και για το τέλος αυτού του κόσμου. Τότε βεβαίως δεν είναι καιρός για καμμιά βοήθεια και κάθε πα­ράκληση και ικεσία πηγαίνει χαμένη. Όταν δια­λυθεί το πανηγύρι δεν υπάρχουν εμπορεύσιμα πράγματα. Τότε πού θα είναι οι πτωχοί; Πού οι ιερείς να τελέσουν λατρεία; Πού οι ψαλμωδίες; Πού οι ευεργεσίες και οι αγαθοεργίες; Έτσι προ­τού φτάσει εκείνη η ώρα ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και ας προσφέρουμε στο φιλάδελφο και φιλάνθρωπο και φιλόψυχο Θεό την φιλαδελφία μας. Γιατί δέχεται ευχαρίστως όσα προσφέ­ρουμε και για όσους δεν πρόλαβαν, και έτσι να το πούμε, για όσους έφυγαν απροετοίμαστοι, και τα λογαριάζει σαν να ήταν έργα και προσφορές που έγιναν απ' αυτούς. Θέλει ο φιλάνθρωπος Κύ­ριος να του ζητάνε και να δίνει τα αιτούμενα που είναι για σωτηρία, και μάλιστα υποτάσσεται ολο­κληρωτικά στην περίπτωση που κάποιος δεν α­γωνίζεται μόνο για τη δική του ψυχή, αλλ' ενδια­φέρεται να προσφέρει κάτι και στον πλησίον του. Στην περίπτωση αυτή γίνεται μιμητής του Θεού ο άνθρωπος και τις δωρεές των άλλων τις ζητάει σαν δικές του χάρες και έτσι εξασφαλίζει την προϋπόθεση της τέλειας αγάπης, κερδίζει τον μακαρισμό για τους ελεήμονες και ωφελεί πάρα πολύ τη δική του ψυχή.


ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ
9.Γιατί όμως θεωρείται το πράγμα τόσο δύ­σκολο; Μήπως την Φαλκονίλλα μετά το θάνατό της δεν την έσωσε η πρωτομάρτυς; Αλλά πιθανόν να ισχυρισθής ότι αυτή με την αξία της ως πρωτομάρτυς την έσωσε και έπρεπε να ακουσθή η προσευχή της. Κι εγώ σου λέγω πάνω σ' αυτό: Σύμφωνοι. Εκεί ήταν η πρωτομάρτυς. Πρόσεξε όμως για ποιον έγινε η παράκληση! Έγινε για μια ειδωλολάτρισσα, που υπηρετούσε έναν καθαρά ανίερο και ξένο κύριο. Εδώ ένας πιστός απευθύνεται στον ίδιο Κύριο για χάρη άλλου πιστού. Βάλτα κοντά αυτά και σύγκρινέ τα και θα σου φύγει κάθε αμφιβολία.



ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ
10.Ας πάμε απ' αυτά σε άλλα παρόμοια και ι­σοδύναμα. Και παραπέμπω στο βιβλίο του Παλλαδίου που έστειλε στο Λαύσο, όπου είναι γραμμένα με ακρίβεια τα θαύματα του μεγάλου και θαυματουργού Μακαρίου, ότι δηλ. ρωτώντας κά­ποιο κρανίο έμαθε όλα τα σχετικά με όσους εί­χαν πεθάνει. Και κοντά στα άλλα ρώτησε: Δεν βρίσκετε λοιπόν καμμιά παρηγοριά; (Το ρώτησε αυτό γιατί ο άγιος συνήθιζε να προσεύχεται για τους κεκοιμημένους και επιθυμούσε να βεβαιωθή ότι γίνονται πραγματικά προς όφελός τους). Ο φιλόψυχος Κύριος για να ικανοποίηση τον πιστό του υπηρέτη και να τον πληροφόρηση επέτρεψε στο ξερό κρανίο να μιλήση και να πη την αλή­θεια. Όταν, λέει, προσφέρης τις δεήσεις για τους νεκρούς τότε αισθανόμαστε μια μικρή ανακούφι­ση.



ΑΝΩΝΥΜΟΣ
11. Κάποιος άλλος από τους θεοφόρους πατέ­ρες, είχε μαθητή με άτακτη ζωή. Όταν τελείωσε την ζωή του απερίσκεπτα, φανέρωσε ο φιλεύ­σπλαχνος Κύριος στον γέροντα, που τον παρακα­λούσε θερμά, ότι θα τον κάψει στη φωτιά μέχρι το λαιμό, όπως τον πλούσιο της παραβολής του Λαζάρου. Τότε ο άγιος άρχισε να παρακαλή θερ­μά και με δάκρυα τον Θεό. Ο Θεός κάμφθηκε και του αποκάλυψε ότι θα τον έχει στη φωτιά μέχρι τη ζώνη. Και πάλι ο γέροντας παρακάλεσε με πο­λύ κόπο και αγωνία και ο Θεός του έδειξε σε ο­πτασία ότι τον απάλλαξε τελείως από τη φωτιά της κολάσεως.
12. Αλλά ποιος μπορεί με τη σειρά να διηγηθή όλες τις μαρτυρίες που υπάρχουν σκόρπιες στους βίους των αγίων, από τις οποίες φαίνεται ότι οι προσευχές, οι λειτουργίες και οι ελεημο­σύνες που γίνονται για τους νεκρούς πολύ τους βοηθάνε και τους ωφελούν; Γιατί τίποτε δεν χά­νεται τελείως από όσα δανείσθηκαν στον Θεό, αλλ' ανταποδίδονται απ' αυτόν πολύ πιο επαυξη­μένα.
13. Όσο για το λόγο του προφήτου ότι «στον άδη ποιος θα σε δοξολογήση;» είπαμε πιο πάνω ότι, ναι μεν οι απειλές του εξουσιαστού Θεού εί­ναι φοβερές, αλλά τελικώς τις κατανικάει η ανεκ­διήγητη φιλανθρωπία του. Εξ άλλου και μετά α­πό το λόγο αυτόν του προφήτου έγινε μετάνοια στον άδη. Εννοώ τη μετάνοια εκείνων που πίστε­ψαν εκεί όταν κατέβηκε κοντά τους ο Δεσπότης. Αλλά κι εκεί δεν τους έσωσε όλους ο ζωοδότης Κύριος, παρά μόνον, όπως λέχθηκε, όσους πίστε­ψαν.
Μερικοί λένε ότι έσωσε όσους πίστεψαν πριν πεθάνουν, όπως οι πατέρες και προφήτες, οι κρι­τές και οι βασιλείς με τους τοπάρχες και κάποιοι άλλοι από τους Εβραίους, λίγοι και γνωστοί σε όλους. Αντιλέγομε όμως σ' όσους υποστηρίζουν αυτό: Ότι δεν είναι δώρο ούτε παράδοξο και θαυ­μαστό το να σώσει ο Χριστός όσους πίστεψαν. Είναι δίκαιος κριτής και όποιος πιστεύει σ' αυ­τόν δεν χάνεται. Έτσι έπρεπε να σωθούν και ν' απαλλαγούν από τα δεσμά όλοι αυτοί όταν κατέ­βηκε ο Θεός και Δεσπότης στον άδη. Και αυτό το φρόντισε ο ίδιος ο Κύριος. Νομίζω όμως ότι εκείνοι που σώθηκαν μόνο από τη φιλανθρωπία του ήταν όσοι είχαν καθαρή ζωή και τελούσαν κάθε καλή πράξη. Και ενώ ζούσαν με λιτότητα, εγκράτεια και σωφροσύνη, δεν κατόρθωσαν να φθάσουν σε καθαρή θεϊκή πίστη, ούτε ασκήθη­καν σ' αυτήν και έμειναν τελείως αδίδακτοι. Αυ­τούς, ο Δεσπότης που τους φροντίζει όλους, τους τράβηξε, τους σαγήνεψε με τα θεία του δίκτυα. Τους έκανε να τον πιστέψουν και τους φώτισε με τις θεϊκές του ακτίνες δείχνοντάς τους το αληθι­νό φως. Δεν το βαστούσε η καρδιά του, αυτός που είναι από μόνος του αγαθός, να πάνε χαμένοι οι κόποι τους, γιατί είχαν πράγματι κουραστική ζωή και περιορισμένη όσο δε λέγεται. Νίκησαν τα πάθη τους, αρνήθηκαν τις ηδονές και εμπρά­κτως έδειξαν την ακτημοσύνη και την εγκράτεια μαζί με την αγρυπνία και κάθε καλή πράξη. Όχι με ευσέβεια, αλλά σίγουρα πέρασαν τη ζωή τους νομίζοντας ότι τηρούν σωστά την παλιά υπόσχε­ση, αλλά ήταν λάθος. Υπάρχουν και μερικοί που προσέγγισαν κά­πως το μεγαλείο της παντοδύναμης Τριάδος. Με­ρικοί προφήτευσαν την σάρκωση του Λόγου, τα σεπτά πάθη και την ανάσταση. Άλλοι μίλησαν για την παρθενική γέννηση αποκαλύπτοντας και το όνομά της: Μαρία είναι το όνομα της κόρης. Μερικοί ανέφεραν τις θαυματουργίες του Κυρίου στους νεκρούς, τους τυφλούς, μουγγούς, λεπρούς, κωφούς, παραλύτους, δαιμονισμένους, κτλ. τον περίπατο πάνω στη θάλασσα, τον πολλαπλασια­σμό των άρτων και ψαριών, την μετατροπή του νερού σε κρασί. Προφήτευσαν τη θεραπεία της αιμορροούσας και της συγκύπτουσας και πολλές άλλες.
Αυτούς η δύναμη του Λόγου δε θα τους άφηνε να χαθούν, ούτε θα έμεναν απλήρωτοι οι κόποι τους, γιατί ούτε ο χρόνος που διατέθηκε γι' αυτά θα πάει χαμένος, ίσα - ίσα που επιστρέφεται πολλαπλάσιος σ' αυτούς που έζησαν δίκαια.
Αντίθετα όσοι έζησαν με αισχρότητα και δεν έπραξαν κανένα καλό και επειδή είναι χωρίς σπόρο, και βρίσκονται και στη ζωή και στα λό­για και στην πίστη σε πλάνη, και δεν τους πότισε η ουράνια βροχή, δεν μπόρεσαν να καρποφο­ρήσουν. Σπόρο δεν είχαν, όταν ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης δεν άνθισαν και δεν καρποφόρη­σαν, αυτούς ο Χριστός δεν τους ωφελεί καθόλου. Δεν τους ανάστησε, όπως νομίζω, γιατί δεν επιδέχονταν σωτηρία. Εξ άλλου ούτε πίστεψαν σ' αυ­τόν, γιατί χάλασαν το νου τους και τους σκότισε τα νοερά μάτια ο πρώτος δράκος (ο διάβολος) τον οποίον εξ αρχής λάτρευσαν. Έτσι ώστε, φυ­σικά, ενώ έβλεπαν δεν κατανοούσαν και ενώ ά­κουγαν δεν καταλάβαιναν καθόλου (Λουκ. 8, 10). Αντίθετα όλοι οι άλλοι, όσοι είχαν σπόρο, όταν φάνηκε ο ήλιος βλάστησαν και όταν έπεσε η βροχή έβγαλαν καρπό. Να που μας ανέβασε ο λόγος να λύσουμε με τη βοήθεια του Θεού κάποια πράγματα που ήταν σκοτεινά. Και αυτό όχι με τρόπο κατηγορηματι­κό, γιατί είμαι ανάξιος, αλλά συμπερασματικά α­πό την αγάπη προς τους αδελφούς. Αυτούς, όπως νομίζω, τους έσωσε ο Χριστός στον άδη. 14. Με τη συνεργεία του Χριστού αποδείχθη­κε ότι στον άδη έγινε μετάνοια. Αυτό δε σημαίνει ότι καταργούμε την προφητεία, όχι ποτέ. Α­πλώς θέλουμε να δείξουμε ότι ο πανάγαθος Κύ­ριος νικιέται από την αγάπη του στον άνθρωπο. Το ίδιο έγινε και με το λόγο. «η Νινευΐ θα καταστραφή» (Ιωνάς 3, 4), που όμως δεν καταστράφηκε, γιατί νίκησε η αγαθότητα τη δίκαιη κρίση του Θεού. Και στον Εζεκία: «τακτοποίησε τα του οίκου σου γιατί θα πεθάνης και δε θα ζήσεις» (Δ' Βασ. 20, 1) και όμως δεν πέθανε. Και στον Αχαάβ του διαμήνυσε. «θα προκαλέσω δεινά», αλ­λά δεν τα προκάλεσε, και είπε «είδες πως συγκι­νήθηκε ο Αχαάβ» (Γ' Βασ. 20, 21). Πάλι δηλ. νί­κησε η αγαθότητα την απόφαση, όπως εξάλλου γίνεται σε πολλές άλλες περιπτώσεις και θα γίνε­ται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, μέχρι που θα ρθη το τέλος του πανηγυριού και δεν θα υπάρχη καιρός για βοήθεια, αλλά θα είναι μόνος ο άν­θρωπος και το φορτίο του. Ενώ τώρα είναι και­ρός. Είναι καιρός για εργασία, καιρός συναλλα­γής, καιρός προσπάθειας, κόπου και μόχθου. Και μακάριος όποιος δεν απέκαμε και δεν κουράσθη­κε να ελπίζει. Πιο μακάριος όμως είναι όποιος α­γωνίσθηκε και για τον εαυτό του και για τον πλη­σίον του. 15. Γιατί αυτό, δηλ. το να τρέχει κανείς σε βοήθεια του πλησίον, κατευχαριστεί και χαροποιεί το φιλεύσπλαχνο Θεό. Ο φιλάνθρωπος το επιδιώκει αυτό και το θέλει γιατί μας δίδεται η δυνατότητα να αλληλοευεργετούμαστε τόσο εδώ όσο και μετά θάνατο. Γιατί αν αυτό δεν το ήθελε και δεν ήταν σωστό στα μάτια του δεν θα μας έδι­νε το δικαίωμα να μνημονεύουμε τους πεθαμέ­νους στη θεία λειτουργία, να κάνουμε τα μνημό­συνα και τις άλλες τελετές στις τρεις ημέρες, στις εννέα, στις σαράντα, στο χρόνο. Πρακτική την οποία αποδέχεται στο σύνολό της η καθολική και αποστολική Εκκλησία και εφαρμόζει ο πιστός λαός του Θεού χωρίς καμμιά επιφύλαξη ή αμφισβήτηση. Αλλιώς, αν δηλ. αυτά ήταν μια κοροϊδία χωρίς κανένα όφελος, σε κάποιον από τους θεοφόρους αγίους πατέρες και πατριάρχες θα ερχόταν η φώτιση να σταματήσει την πλάνη. Κανένας όμως ούτε καν δοκίμασε ποτέ να τα εξα­λείψει. Και επί πλέον μάλιστα τα επικύρωσαν με την καθημερινή πράξη, τα επαυξήσανε και προσθέσανε και καινούργια στοιχεία.



ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ
16. Καιρός όμως να θυμηθούμε και άλλες ι­στορίες. Λοιπόν ο Γρηγόριος ο Διάλογος, ο της παλαιάς Ρώμης επίσκοπος, ξακουστός, και έτσι τον ξέρουν όλοι, ως άνδρα άγιο και σοφό, που ό­ταν λειτουργούσε ήταν πάντα μαζί του και ένας άγγελος συλλειτουργός του, λένε, ότι ενώ περπα­τούσε στο δρόμο σταμάτησε την πορεία του για να προσευχηθή στον Κύριο να συγχωρήσει τις α­μαρτίες του βασιλέως Τραϊανού. Του ήρθε τότε ουράνια φωνή που του είπε: «Άκουσα την προ­σευχή σου και δίνω συγχώρηση στον Τραϊανό. Εσύ όμως να σταματήσης να προσφέρης προσευ­χές για τους ασεβείς». Ότι αυτό είναι αλήθεια το βεβαιώνει ολόκληρη η Ανατολή και η Δύση. Βλέπεις που αυτό είναι ανώτερο από την περίπτωση της Φαλκονίλλας! Γιατί εκείνη στο κάτω κάτω δεν έκανε κακό σε κανέναν, ενώ αυτός έγινε αιτία πικρού θανάτου πολλών μαρτύρων. 17. Κύριε και Δέσποτα, είσαι θαυμαστός και αξιοθαύμαστα τα έργα σου και δοξολογούμε τη μεγάλη σου ευσπλαχνία, γιατί γέρνεις προς την φιλανθρωπία, παρέχεις ευκαιρίες στους δούλους σου και για τη φιλανθρωπία και για την ακλόνη­τη πίστη και ελπίδα σε σένα. Και ακόμα με τους υπηρέτες σου μας έμαθες να κάνουμε κι εμείς α­γαθοεργίες ο ένας στον άλλον, να προσφέρουμε διάφορες θυσίες και να κάνουμε προσφορές, να στέλνουμε ύμνους, ψαλμωδίες και προσευχές, όχι τυχαία και μάταια. Γιατί εσύ είσαι αμετακίνητος και πλούσιος δοτήρας πολλαπλάσιας ανταπόδο­σης σ' όλους όσους κάτι προσφέρουν για τη δό­ξα σου, και γενικά τίποτε δεν είναι χωρίς όφελος από όσα γίνονται στο όνομά σου.
18. Δεν πρέπει να περάσει από το μυαλό κανε­νός, αδελφοί και πατέρες, ότι αυτά που προσφέ­ρονται με πίστη στο Θεό δεν φέρνουν πίσω πλού­σια την ανταμοιβή τόσο σε εκείνον που προσφέ­ρει, όσο και σε εκείνον για τον οποίο προσφέρο­νται. Παράδειγμα εκείνος που θα αλείψη κάποιον άρρωστο με μύρο ή αγιασμένο λάδι. Πρώτα δέχε­ται ο ίδιος τη χρίση και στη συνέχεια χρίει τον άρρωστο. Έτσι αυτός που τρέχει για τη σωτηρία του πλησίον πρώτα ωφελεί τον εαυτό του και με­τά τον πλησίον. Ο Θεός δεν είναι άδικος, για να ξεχνάει το έργο που γίνεται.



ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
19. Ο Μέγας Αθανάσιος στον ωραιότατο λό­γο του για τους κοιμηθέντας γράφει: «Μη αρνεί­σαι να προσφέρης λάδι και να ανάβης κεριά στον τάφο του, επικαλούμενος Χριστόν τον Θεόν, και αν ακόμα ο κοιμηθείς τελείωσε ευσεβώς τη ζωή του και τοποθετήθηκε στον ουρανό. Γιατί αυτά είναι ευπρόσδεκτα από το Θεό και προσκομίζουν μεγάλη την ανταπόδοσή του, γιατί το λάδι και το κερί είναι θυσία και η θεία λειτουργία εί­ναι εξιλέωση. Η δε αγαθοεργία φέρνει τελικά προσαύξηση σε κάθε αγαθή ανταπόδοση. Ο σκο­πός του προσφέροντος για την ψυχή κοιμηθέντος είναι ίδιος με τα όσα κάνει όποιος έχει μικρό παιδί άρρωστο και αδύναμο, για το οποίο προ­σφέρει στον ιερό ναό κεριά, θυμίαμα και λάδι με πίστη και τα χαρίζει όλα για το παιδί του. Τα κρατάει και τα προσφέρει με τα χέρια του σαν να τα κρατάει και να τα προσφέρη το ίδιο το παιδί, ακριβώς δηλ. όπως γίνεται όταν στο βάπτισμα αποκηρύσσεται ο σατανάς από τον ανάδοχο για λογαριασμό του νηπίου. Παρομοίως πρέπει να θεωρείται και όποιος πέθανε πιστός στον Κύριο, ότι κρατάει και προσφέρει τα κεριά και το λάδι, και όλα όσα προσφέρονται για τη λύτρωσή του. Έτσι με τη χάρη του Θεού η προσπάθεια που γί­νεται με πίστη δε θα πάει χαμένη. Να είστε σίγουροι ότι οι θείοι απόστολοι και οι θεοδίδακτοι διδάσκαλοι και οι θεόπνευστοι πατέρες, αφού πρώτα ενώθηκαν με το θείο και φωτίσθηκαν καθόρισαν με τρόπο θεάρεστο τις λειτουργίες, τις προσευχές και τις ψαλμωδίες, που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη εκείνων πού πέθαναν. Και όλα αυτά μέχρι σήμερα, πάντα με τη χάρη του φιλανθρώπου Θεού, αυξάνονται και συμπληρώνονται σ' όλα τα σημεία του ορίζοντος για να δοξάζεται και να εξυμνείται ο Κύριος των κυρίων και Βασι­λεύς των βασιλευόντων». 20. Αλλά έρχεται ο αντίθετος και λέει: «Εάν έτσι έχουν τα πράγματα θα σωθούν όλοι και κα­νείς δε θα χαθή». Μακάρι να συμβή αυτό. Αυτό είναι που επιθυ­μεί, που επιδιώκει, που θέλει, και αυτό είναι που ευχαριστεί τον πανάγαθο Κύριο, να μη στερηθή κανένας τις δωρεές του. Σάμπως τα βραβεία και τα στεφάνια τα ετοίμασε για τους αγγέλους; Γι' αυτούς ήρθε από τον ουρανό και πήρε σάρκα από την Παρθένο, έγινε άνθρωπος και έπαθε; Στους αγγέλους πάλι θα πη «ελάτε ευλογημένοι του πα­τέρα μου να κληρονομήσετε την ετοιμασμένη βα­σιλεία»; (Ματθ. 25, 34). Δεν μπορεί να υπάρχη άλλη γνώμη. Αυτός που έπαθε για τον άνθρωπο, για τον άνθρωπο ετοίμασε και τα βραβεία. Εξ άλλου ποιος καλεί φίλους και δεν χαίρεται να του έρθουν όλοι και να χαρούν μαζί του; Γιατί για ποιον έκανε τις ετοιμασίες; Αν αυτό το θέ­λουμε εμείς φανταστείτε πόσο περισσότερο το θέλει ο μεγαλόδωρος και από τη φύση του πανά­γαθος και φιλάνθρωπος Θεός, που χαίρεται πε­ρισσότερο μοιράζοντας και παρέχοντας δώρα, α­πό όσο χαίρεται εκείνος που τα λαμβάνει. 21.Όσοι αμφισβητούν τα παραπάνω να προ­σέξουν. Τον κάθε άνθρωπο που φρόντισε και έκανε έστω μικρά ζύμη από αρετές και δεν πρόλαβε να τη μεταβάλη σε άρτο, ήθελε σίγουρα, ήταν στην επιθυμία του, αλλά είτε από αμέλεια, είτε α­πό τεμπελιά, είτε από ατολμία, είτε από αναβολή, σήμερα - αύριο, και τον πρόλαβε και τον θέρισε ο θάνατος απρόσμενα, χωρίς να το περιμένη, αυτόν δεν πρόκειται να τον λησμονήσει ο δίκαιος Κριτής και Δεσπότης. Στην περίπτωση αυτή θα παρακίνηση, μετά το θάνατό του, τους δικούς του φίλους και συγγενείς και θα συγκίνηση τις ψυχές τους για να τον βοηθήσουν. Τότε αυτοί παρακινημένοι από το Θεό, που θα τους ανάψει τις ψυχές να αγαπήσουν, αυτοί θα τρέξουν να καλύψουν το κενό εκείνου που πέθανε. Και αντιθέτως για εκείνον που έζησε μέσα στην αμαρτία, σε μια ζωή γεμάτη με αγκάθια και βρωμιές, που δεν άκουσε ποτέ τη φωνή της συνει­δήσεώς του, που κυλιόταν χωρίς φόβο και ντρο­πή στις δυσωδίες των ηδονών με μόνη φροντίδα να ικανοποιή τις ορέξεις της σαρκός του, με κα­νένα ενδιαφέρον για την ψυχή, με φρόνημα καθα­ρά σαρκικό και κοσμικό, σ' αυτόν, όταν έρθη η ώρα του θανάτου, κανένας δε θα δώση χέρι βοη­θείας. Όλα θα εξελιχθούν έτσι ώστε να μη τον βοηθήση ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, ούτε οι φίλοι του και συγγενείς, ούτε κανένας αφού ο Θεός δεν τον έχει μετρημένο με τους δι­κούς του. 22.Εύχομαι, αν είναι δυνατόν, να με βοηθήσουν οι φίλοι μου να μην αφήσω κανένα υστέρη­μα. Εάν όμως φτάσω στο τέλος χωρίς να είμαι έ­τοιμος και ως άνθρωπος αφήσω κανένα υστέρη­μα, παρακαλώ τον Κύριο να συγκίνηση τις ψυχές των φίλων και συγγενών, να ζεστάνει τις καρδιές τους για να με βοηθήσουν μετά το θάνατό μου με έργα αρεστά στο Θεό. Κύριε, Θεέ των θαυμάτων και βοηθέ των απόρων σε ικετεύω, την ώρα εκεί­νη να μη βρεθώ με κανένα υστέρημα, σε τίποτε λειψός τόσο εγώ όσο και όσοι πιστεύουν σε σέ­να. Αλλά ας ακούσομε τί λέει, τί διδάσκει ο ιε­ρός Χρυσόστομος, που τον ανέφερα και νωρίτερα: «Εάν δεν πρόλαβες να ρυθμίσεις όλα τα ζη­τήματα της ψυχής όσο ζούσες, τότε φρόντισε, έ­στω και στα τελευταία σου, να αφήσης εντολή στους δικούς σου να σου στείλουν όλα τα δικά σου μαζί σου και να σε βοηθήσουν. Εννοώ βε­βαίως τις ελεημοσύνες και τις προσφορές. Έτσι θα μαλακώσεις τον Λυτρωτή απέναντί σου, αφού με αυτά ευχαριστιέται και τα δέχεται». Και αλλού γράφει ο ίδιος: «Στη διαθήκη σου βάλε να σε κληρονομήση μαζί με τα παιδιά σου και ο Δεσπότης Χριστός. Βάλε στο χαρτί και το όνομα του Κριτή και μη παραλείπης τους φτω­χούς. Και εγώ εγγυώμαι γι αυτούς. Αυτό δεν ση­μαίνει πως έχετε το δικαίωμα να δικαιολογείσθε για να μην κάνετε ελεημοσύνες όσο είστε ζωντα­νοί, δεν είναι αφορμή για να αφήνετε τις ελεημο­σύνες για μετά το θάνατο. Μια τέτοια σκέψη εί­ναι εντελώς απαράδεκτη, ντροπιαστική και ξένη από το θέλημα του Θεού. Ίσα-ίσα είναι πολύ κα­λό και πολύ αρεστό στο Θεό και καλοδεχούμενο απ' αυτόν να στολίζη ο κάθε θεοσεβής και θεοφο­βούμενος χριστιανός τον εαυτό του με όλες τις α­γαθοεργίες. Να απομακρύνεται από κάθε ακαθαρ­σία πνευματική. Να ακολουθεί τις φωτεινές εντο­λές του Θεού για να μπορή να του πη θαρρετά, όταν θα βρεθή μπροστά του, «η καρδιά μου είναι έτοιμη, Θεέ μου, η καρδιά μου είναι έτοιμη» (Ψαλμ. 107, 2). Και έτσι ετοιμασμένος να μπόρε­ση να υποδεχθή τους αγγέλους που κατεβαίνουν να τον παραλάβουν». Αυτό όμως λίγοι το κάμνουν και το πετυχαί­νουν, κατά το λόγιο: «λίγοι είναι αυτοί που σώζονται» (Λουκ. 13, 23). Βεβαίως αυτό δεν το είπε τυχαία η Σοφία του Θεού, αλλά με κάποιο, θα έ­λεγα, παράπονο ότι «λίγοι είναι όσοι σώζονται». Πράγματι γνωρίζομε ότι πολύ δύσκολο να βρε­θούν σ' αυτή την κατηγορία άνθρωποι. Αναγκα­στικά λοιπόν πηγαίνομε στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με τη διδασκαλία των αποστόλων και των πατέρων. Ώστε οι κεκοιμημένοι, με τη βοή­θεια του Θεού, να ωφελούνται. Η φιλανθρωπία να αυξάνεται. Να επιβεβαιώνεται η ελπίδα της α­ναστάσεως. Να δυναμώνη η προσευχή στον Θεό. Να πυκνώνη το εκκλησίασμα στους ιερούς ναούς και να είναι πιο θερμό. Και να παίρνη όλο και πιο μεγάλες διαστάσεις η αγαθοεργία προς τους φτωχούς. 23-24. Δείτε με πόσους τρόπους η υπόθεση γί­νεται επικερδής και ωφέλιμη και από πόσα επιβεβαιώνεται η βοήθεια προς τους κεκοιμημένους. Γιατί γίνεται αφορμή σωτηρίας και των καταλεγόντων. Επειδή αν σβήσεις την αιτία χάνεις και τα αποτελέσματα. Ποια ανάγκη θα έπειθε τους μι­κρόψυχους να προθυμοποιηθούν και να την τελέ­σουν εάν δεν ήταν σίγουροι ότι θα απαλλάξουν τους δικούς τους από τα παραπτώματα; Τότε πια δεν θα γράφονται στις διαθήκες μερίδια για τους πτωχούς. Θα σταματήσουν οι λειτουργίες υπέρ των νεκρών, οι ψαλμωδίες και οι άλλες τελετές και τα μνημόσυνα που γίνονται στις τρεις μέρες, στις εννέα, στις σαράντα, στο χρόνο, όλα δηλ. αυτά που όχι τυχαία τα καθιέρωσαν οι διδάσκα­λοι. Μακάρι όμως να μη συμβή κάτι τέτοιο ή να παραλείψουμε κάτι από αυτά. 25. Υπάρχει όμως το ερώτημα: Τί γίνεται με τους ξένους, τους πτωχούς και γενικά μ' εκείνους που δεν έχουν δικούς τους για να βοηθήσουν και να τρέξουν, ούτε μπορούν να αφήσουν κληρονο­μιά ή να τελέσουν λειτουργίες, ή ελεημοσύνες; Άραγε επειδή δεν έχουν ανθρώπους να τους συ­μπονέσουν θα χάσουν την ευκαιρία της σωτη­ρίας; Μήπως είναι άδικος ο Θεός να δίνη σε ό­σους έχουν και μπορούν και να στερή όσους δεν έχουν; Βγάλτε αυτό από το μυαλό σας, γιατί είναι δίκαιος ο Θεός και Δεσπότης, ή για να πούμε την ακρίβεια αυτός είναι η ίδια η δικαιοσύνη, είναι η σοφία, η αγαθότητα και η μόνη δύναμη. Η δι­καιοσύνη του θα μέτρηση σωστά στον άπορο τα όσα έχει ο πλούσιος. Η σοφία του θα κάνη τα πράγματα έτσι που θα καλυφθούν οι ελλείψεις. Η δύναμή του θα αποδυνάμωση τον δυνατό και θα ενισχύση τον αδύνατο. Η αγαθότητά του θα σώση το πλάσμα του, εάν βεβαίως αυτό δεν είναι από την μερίδα που συχαίνεται την ορθή πίστη και που η αριστερή πλάστιγγά του βαραίνει πολύ. Γιατί λένε οι φωτισμένοι από το Θεό άνδρες, ότι η κατάσταση της τελευταίας στιγμής και οι πράξεις ζυγίζονται σε μια ζυγαριά. Και εάν η ζυ­γαριά κλίνη προς τα δεξιά είναι φανερό ότι την ψυχή αυτή θα την πάρουν οι δεξιοί άγγελοι. Εάν η ζυγαριά ζυγιάζεται στα ίσα τότε νικάει η φι­λανθρωπία του Θεού. Αλλά κατά τους θεολόγους και αν η ζυγαριά γέρνη λίγο προς τα αριστερά τότε το λίγο έλλειμμα το αναπληρώνει η ευσπλα­χνία του Θεού. Έχομε τρεις λοιπόν θείες κρίσεις του Δεσπότου. Δίκαιη η πρώτη. Φιλάνθρωπη η δεύτερη. Υπεράγαθη η τρίτη. Υπάρχει όμως και μια τέταρτη. Είναι όταν οι πονηρές πράξεις είναι κατά πολύ βαρύτερες. Τότε αλλοίμονο, αδελφοί μου. Όμως και εδώ η κρίση του Θεού είναι δί­καιη, αφού αποδίδει με δικαιοσύνη όσα ανήκουν στον καθένα.

Περί των εν πίστει κεκοιμημένων



Ιωάννου του Δαμασκηνού
Ότι οι λειτουργίες και αγαθοεργίες τους ωφελούν
Νεοελληνική απόδοση Δημητρίου Ρίζου
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ
Έρχεται η ώρα, η ώρα του θανάτου, και προ­σφιλή μας πρόσωπα αναχωρούν από τον κόσμο τούτο, όπως θ' αναχωρήσουμε κι εμείς όταν έρθη η δική μας ώρα. Και αμέσως μετά τις εξόδιες τι­μές και υποχρεώσεις τελούμε τα κανονισμένα από την Εκκλησία μας μνημόσυνα.
  Πόσο αλήθεια είναι παρεξηγημένα τα μνημό­συνα; Και πόσες αντιρρήσεις δεν ακούγονται γι' αυτά:

-Τί τα χρειαζόμαστε; Δεν ωφελούν σε τίποτε.
-Τί τα θέλεις, πάει ο άνθρωπος; Τώρα τελείω­σε!!
-Αυτά είναι επινοήσεις των παπάδων για να εισπράττουν.
-Δεν τον κύτταξαν όταν ζούσε, τώρα θα του κάνουν τα μνημόσυνα, για τα μάτια του κόσμου.

Α, εμείς «αντί μνημόσυνου» θα δώσουμε, και πιο πολύ θα «πιάσει», στο (τάδε) ίδρυμα κτλ.

Τα ερωτήματα όμως μένουν. Ωφελούν ή όχι τα μνημόσυνα; Πρέπει να τελούνται; Μπορεί ν' αντικατασταθεί το μνημόσυνο που γίνεται στο ναό, με μια δωρεά; Πότε και ποια μνημόσυνα πρέπει να γίνονται;

Η απάντηση βρίσκεται στην πραγματεία «Περί των εν πίστει κεκοιμημένων» που έγραφε ή, όπως φαίνεται από μια προσφώνηση, εκφώνη­σε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Πρόκειται για μια σύνοψη της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας για τα μνημόσυνα. Περιέχονται όλα όσα πρέ­πει να ξέρει ο ορθόδοξος χριστιανός και μάλιστα από έναν μεγάλο θεολόγο του 9ου αιώνα, όπως είναι ο Δαμασκηνός. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμα­σκηνός λύνει πολλά προβλήματα και απαντάει σε πολλά ερωτήματα που συναντάμε στις κατ' ι­δίαν συζητήσεις με τους χριστιανούς. Φαίνεται ότι οι ίδιοι προβληματισμοί απασχολούσαν τους ανθρώπους και τότε και τώρα, γύρω από το μέγα θέμα του θανάτου και των μνημοσυνών...

Η νεοελληνική απόδοση που έκανα είναι ε­λεύθερη, χωρίς βεβαίως ν' απομακρύνεται πολύ από το κείμενο.
Θέλω εδώ να προσθέσω μια πολύ σημαντική σημείωση του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου για τα μνημόσυνα.

Θάνατος – Αιωνιότητα



Αγίου Θεοφάνους του Εγκλείστου
Στα σοβαρά ετοιμάζεσθε ν' αναχωρήσετε; Δεν το πιστεύω, θα υποφέρετε, νομίζω, λίγο και μετά θα σηκωθείτε υγιής.
Θα έλθει φυσικά και για μας η ώρα του θανάτου. Ο θάνατος δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς ν' αποφύγει. Άλλος χθες, άλλος σήμερα, άλλος αύριο, όλοι αναχωρούμε για την αιώνια ζωή. Σημασία δεν έχει το πότε, αλλά το πώς φεύγει κανείς. Ετοιμασθήκατε καθόλου;
Αλλιώς κανείς αντικρίζει τον θάνατο από μακρυά και αλλιώς από κοντά. Ο υγιής και ακμαίος δυσκολεύεται να εννοήσει των εαυτό του στα πρόθυρα της άλλης ζωής. Ο θάνατος είναι μεγάλο μυστήριο για όλους. Φωτίζεται αρκετά με την πίστη στον Χριστό, παραμένει όμως βασικά σαν μυστήριο. Δεν υπάρχει λόγος να θλιβόμαστε με ανώφελους φόβους. Ο ίδιος ο Κύριος πέθανε (κατά την ανθρωπινή Του φύση) και πέρασε τω κατώφλι του θανάτου. Έτσι έκανε ευκολότερη την διάβαση αυτή για μας. Βαδίζοντας κι εμείς στα ίχνη Του ας μη φοβηθούμε, διότι μαζί Του θα βρεθούμε στην αιώνια μακαριότητα».
«Ου ώρες ζωής του καθενός είναι μετρημένες. Μακάριος εκείνος που διαρκώς περιμένει την ώρα του θανάτου και καθημερινά ετοιμάζεται.
Ποιος είναι ικανός να πει: «Εάν γάρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι σύ μετ.' εμού ει»; (Ψαλμ. 22, 4). Εκείνος που στην ζωή του κοπίασε και κοπιάζει να ευαρεστήσει τον Κύριο. Γι' αυτόν ο θάνατος είναι μια μετάβαση σε άλλη περιοχή γεμάτη παρηγοριά. Εκεί θα μπορεί να ψάλλει: «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου, αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93, 19).

Συγ­χώ­ρε­ση και Α­γά­πη, ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση. Μι­χα­ήλ Σ. Ψα­ράς

  

Η συγ­χώ­ρε­ση εί­ναι η αρ­χι­κή έκ­φρα­ση της α­γά­πης, το πρώ­το ά­νοιγ­μα της αγ­κα­λιάς μας για να δε­χτού­με μέ­σα της, ό­λον τον κό­σμο. Το να α­γα­πά­με εί­ναι μια γι­ορ­τή συ­νάν­τη­σης, η δια­ρκής ευ­και­ρί­α μας να συμ­με­τέ­χου­με στη ζω­ή ευ­χα­ρι­στια­κά, αλ­λά και δι­καί­ω­μα α­κα­τά­λυ­το, που κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να μας το στε­ρή­σει. Το μο­να­δι­κό εμ­πό­διο εί­ναι ο α­νώ­ρι­μος ε­αυ­τός μας.


Μέ­σα στην α­γά­πη ό­μως, ω­ρι­μά­ζει και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος. Γι’ αυ­τό και η συγ­χώ­ρε­ση, εί­ναι κι έ­να ξε­κί­νη­μα για την ω­ρι­μό­τη­τα. Μέ­σα α­πό αυ­τή τη δι­α­δι­κα­σί­α και ε­νώ συν­δι­α­λέ­γε­ται κα­νείς με τη συ­νεί­δη­ση του, α­πο­κτά ον­τό­τη­τα, ε­νι­σχύ­ει με δι­αλ­λα­κτι­κό­τη­τα την προ­σω­πι­κό­τη­τα του, μα­θαί­νει να α­πευ­θύ­νε­ται με προ­σή­νεια στους άλ­λους“, κα­λών­τας τους, κοι­νω­νούς και μέ­το­χους στη ζω­ή του.


Το να βρε­θείς στον ί­διο χώ­ρο με έ­να άλ­λο πρό­σω­πο (συγ-χώ­ρε­ση), ε­ξαρ­τά­ται α­πό τη βού­λη­ση και των δυ­ο. Ο κα­θέ­νας ό­μως, πρέ­πει να προ­ε­τοι­μά­σει κα­τάλ­λη­λα τον δι­κό του χώ­ρο, για μια υ­πο­δο­χή ει­λι­κρι­νή, ευ­πρε­πή και ε­ορ­τα­στι­κή. Και βέ­βαι­α ο μό­νος δι­κός μας χώ­ρος εί­ναι η καρ­διά μας. Συγ­χω­ρώ λοι­πόν, ση­μαί­νει θέ­λω, δέ­χο­μαι, μοι­ρά­ζο­μαι τον χώ­ρο της καρ­διάς μου, δη­λα­δή α­γα­πώ.

                                                     

Δεν ζη­τού­με συγ­γνώ­μη, ού­τε συγ­χω­ρού­με, για να μεί­νου­με πά­λι μό­νοι. Στη μο­να­ξιά δεν υ­πάρ­χει ε­ορ­τα­σμός. Μοι­ρα­ζό­μα­στε τα αι­σθή­μα­τα μας με τους άλ­λους, για να τους έ­χου­με πάν­τα μα­ζί μας. Ό­λους, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις. Με προ­τι­μή­σεις, αλ­λά χω­ρίς ε­ξαι­ρέ­σεις. Με αρ­χή, αλ­λά χω­ρίς τέ­λος.  


Η α­γά­πη ξε­κι­νά α­πό τη συγ­γνώ­μη, ό­πως και η Σα­ρα­κο­στή με τον κυ­ρι­α­κά­τι­κο ε­σπε­ρι­νό της Τυ­ρι­νής και κο­ρυ­φώ­νε­ται με τη θυ­σί­α, σαν την πο­ρεί­α προς τον Γολ­γο­θά και την Σταύ­ρω­ση. Η γνη­σι­ό­τη­τα της α­γά­πης ό­μως, εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα της να θρι­αμ­βεύ­ει πέ­ρα α­πό τη θυ­σί­α, πέ­ρα α­πό τον θά­να­το, στην α­να­στά­σι­μη ζω­ή του σώ­μα­τος του Χρι­στού.


Με τον Ε­σπε­ρι­νό (ή την Α­κο­λου­θί­α) της Α­γά­πης, α­νή­με­ρα το Πά­σχα, η Εκ­κλη­σί­α ε­ορ­τά­ζει και βι­ώ­νει αυ­τό το γε­γο­νός της πλη­ρό­τη­τας της θε­ϊ­κής προ­σφο­ράς, που ε­νέ­χει το α­πό­λυ­το της θε­ό­τη­τας. Δεν μπο­ρείς να α­γα­πάς λί­γο, ε­πι­λε­κτι­κά, πε­ρι­στα­σια­κά ή υ­πό ό­ρους. Η α­γά­πη εί­ναι πο­τα­μός ορ­μη­τι­κός και φλό­γα, που η α­λή­θεια της συγ­κλο­νί­ζει και η ε­λευ­θε­ρί­α της συ­ναρ­πά­ζει.


***


Ο Χρι­στός, μας ο­δη­γεί στον δρό­μο της α­λή­θειας και της ε­λευ­θε­ρί­ας: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, α­φή­σει και υ­μίν ο πα­τήρ υ­μών ο ου­ρά­νιος· ε­άν δε μη α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, ου­δέ ο πα­τήρ υ­μών α­φή­σει τα πα­ρα­πτώ­μα­τα υ­μών» (Μτ. 6, 14-15).


Η δι­α­τύ­πω­ση εί­ναι σα­φής, ε­πί­πε­δη και ε­πο­μέ­νως σκλη­ρή. «Αν συγ­χω­ρή­σε­τε τους άλ­λους, θα σας συγ­χω­ρή­σει κι ε­σάς ο Θε­ός, αν δεν τους συγ­χω­ρή­σε­τε, ού­τε ο Θε­ός θα συγ­χω­ρή­σει ε­σάς». Ό­ποι­ος πα­ρα­μέ­νει στην κο­σμι­κή λο­γι­κή, βρί­σκει δί­και­α τα λό­για αυ­τά. Ό­μως ο Χρι­στός, ήρ­θε να α­πα­λύ­νει τη δι­και­ο­σύ­νη του Νό­μου, να της προσ­δώ­σει την προ­ο­πτι­κή της χά­ρι­τος και του ε­λέ­ους.


Ε­κεί­νος που α­να­γνω­ρί­ζει την έμ­πρα­κτη θυ­σί­α στο βλέμ­μα του Ι­η­σού, δεν βλέ­πει στα λό­για Του το γράμ­μα του Νό­μου, αλ­λά τα προσ­λαμ­βά­νει με τη συγ­χω­ρη­τι­κή γλυ­κύ­τη­τα του βλέμ­μα­τος Του: «αν δέ­χε­στε στην καρ­διά σας τους α­δελ­φούς σας, τό­τε δέ­χε­στε και την α­γά­πη του Πα­τέ­ρα σας· αν κρα­τά­τε κλει­στή την καρ­διά σας στους α­δελ­φούς σας, την κρα­τά­τε κλει­στή και για τον Πα­τέ­ρα σας».


Ο Θε­ός δεν α­σκεί ε­ξου­σί­α, εί­ναι ε­ξου­σί­α και την εκ­φρά­ζει θε­ϊ­κά, με την δυ­να­μι­κή της α­γά­πης Του, που δεν ε­πι­βάλ­λει δε­σμά, αλ­λά δη­μι­ουρ­γεί ε­νερ­γούς δε­σμούς ε­λευ­θε­ρί­ας. O­ι δε­σμοί της ε­νό­τη­τας και τα ό­ρια της ε­λευ­θε­ρί­ας του Πα­ρα­δεί­σου, προσ­δι­ο­ρί­ζουν χω­ρίς να πε­ρι­ο­ρί­ζουν. Η ε­λευ­θε­ρί­α δεν εί­ναι κα­τά­στα­ση, εί­ναι ε­νέρ­γεια με υ­πό­στα­ση, με ε­ξέ­λι­ξη και προ­ο­ρι­σμό. Σαν την κοι­νω­νί­α και την πλη­ρό­τη­τα. Εί­ναι έν­νοι­ες που τεί­νουν στην τε­λεί­ω­ση τους, στο Πρό­σω­πο του Θε­ού.


Η α­νά­δει­ξη της ε­λευ­θε­ρί­ας του αν­θρώ­που, τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται στην Α­νά­στα­ση του Χρι­στού. Κι ε­πει­δή η ε­λευ­θε­ρί­α δεν δι­α­χω­ρί­ζε­ται α­πό την υ­πευ­θυ­νό­τη­τα, ο κα­θέ­νας μας πρέ­πει να α­να­λά­βει ε­λεύ­θε­ρα την ευ­θύ­νη, να ε­πι­δι­ώ­ξει ο ί­διος και να κερ­δί­σει τη σω­τη­ρί­α του, στη συ­νάν­τη­ση του με τον α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό.


Το πρό­τυ­πο, η ο­δός, εί­ναι η α­να­μάρ­τη­τη πο­ρεί­α του Χρι­στού στη γη, που α­πο­τε­λεί και την ε­πι­βε­βαί­ω­ση της δυ­να­τό­τη­τας του κά­θε αν­θρώ­που, να υ­περ­βεί τις δε­σμεύ­σεις της ύ­λης και να υ­πο­τά­ξει τους μη­χα­νι­σμούς της στο πνεύ­μα του. Να α­πο­κτή­σει συ­νεί­δη­ση της ο­μοί­ω­σης προς την ει­κό­να του Θε­ού, που φέ­ρει το πρό­σω­πο του.

            

Η συ­νει­δη­τή α­πό­φα­ση να α­κο­λου­θή­σεις τον Ι­η­σού, εί­ναι η α­πό­λυ­τη έκ­φρα­ση της πί­στης στο πρό­σω­πο Του, που φλο­γί­ζει την καρ­διά με α­γά­πη και πυ­ρα­κτώ­νει τον νου με τα­πεί­νω­ση. Μό­νο έ­τσι αλ­λοι­ώ­νε­ται ο άν­θρω­πος στη ζω­ή του.


Ό­ποι­ος το θέ­λει α­λη­θι­νά, μπαί­νει στον Πα­ρά­δει­σο α­πό τώ­ρα. Κό­βον­τας δυ­να­μι­κά τις ε­ξαρ­τή­σεις που τον δε­σμεύ­ουν σε μά­ται­ες κο­σμι­κές α­ξί­ες. Ξε­περ­νών­τας ο­ρι­στι­κά τα συμ­πλέγ­μα­τα και τις α­να­στο­λές της βι­ο­λο­γι­κής του κα­θή­λω­σης, χω­ρίς να κοι­τά­ζει πί­σω. Πα­ρα­κάμ­πτον­τας δη­λα­δή ου­σι­α­στι­κά, τις α­μαρ­τί­ες. 


Η πνευ­μα­τι­κή αλ­λοί­ω­ση και η α­πο­μά­κρυν­ση α­πό την α­μαρ­τί­α, ε­ξα­γνί­ζουν το πρό­σω­πο και το ο­δη­γούν στην α­γι­ο­σύ­νη και τη θέ­ω­ση. Στη κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή,  οι στό­χοι αυ­τοί προ­σεγ­γί­ζον­ται μέ­σα α­πό την προ­σπά­θεια να πα­ρα­μεί­νου­με στα­θε­ροί σε μια πο­ρεί­α βι­ω­μα­τι­κής α­γά­πης, σε ό­λες τις φά­σεις της δι­α­δρο­μής της, ο κα­θέ­νας στον ρό­λο που ο Θε­ός του α­νέ­θε­σε.


***


Για να εν­σω­μα­τω­θείς ε­νερ­γά στην κοι­νω­νί­α του Χρι­στού, πρέ­πει να ε­πι­δι­ώ­ξεις στη ζω­ή σου την α­να­σύν­θε­ση της κα­θα­ρό­τη­τας του προ­σώ­που σου, με Πί­στη, με Α­γά­πη και με Τα­πεί­νω­ση. Ο­τι­δή­πο­τε πα­ρεμ­βαί­νει στη βού­λη­ση σου, με ε­πι­θυ­μί­ες που σ’ εμ­πο­δί­ζουν στην προ­σπά­θεια σου αυ­τή, εί­ναι α­μαρ­τί­α.


Στην ου­σί­α τους, οι τρεις αυ­τές ι­δι­ό­τη­τες α­πει­κο­νί­ζουν τη θεί­α τρι­α­δι­κό­τη­τα και εί­ναι α­δι­ά­σπα­στα ε­νω­μέ­νες. Α­πό ό­ποι­ο μο­νο­πά­τι και να ξε­κι­νή­σεις, θα συ­ναν­τη­θείς τε­λι­κά και με τις τρεις. Για­τί η κα­θε­μί­α ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται, μό­νο στη συ­νύ­παρ­ξη της με τις άλ­λες δύ­ο. Με α­γά­πη και τα­πεί­νω­ση συν­θέ­τεις την πί­στη, με πί­στη και τα­πεί­νω­ση α­να­πτύσ­σεις την α­γά­πη, με πί­στη και α­γά­πη α­να­κα­λύ­πτεις την τα­πεί­νω­ση.


Αν α­δυ­να­τού­με ε­πο­μέ­νως να προ­χω­ρή­σου­με ά­με­σα στη δι­α­δι­κα­σί­α της συγ­χώ­ρε­σης, ώ­στε να πα­ρα­βλέ­ψου­με τα πα­ρα­πτώ­μα­τα των αν­θρώ­πων, ας στρα­φού­με για βο­ή­θεια στον Χρι­στό. Ας προ­σευ­χη­θού­με να πολ­λα­πλα­σιά­σει τους άρ­τους της πί­στης και τους ι­χθείς της τα­πεί­νω­σης στην καρ­διά μας, για να θρα­φεί και να βλα­στή­σει ο σπό­ρος της α­γά­πης.


Το α­να­στη­μέ­νο πρό­σω­πο μας, θα εί­ναι η ε­πέ­κτα­ση της Ου­ρά­νιας Βα­σι­λεί­ας μέ­σα μας. Το να πα­ρα­μέ­νου­με ά­βου­λοι, ψυ­χροί και α­πρό­σω­ποι, αυ­τό εί­ναι α­μαρ­τί­α. Το να πα­ρα­μέ­νου­με α­δι­ά­φο­ροι, σε μια ζω­ή ά­δεια α­πό α­λη­θι­νή χα­ρά. Σε μια ζω­ή χω­ρίς Χρι­στό, χω­ρίς Πα­ρά­δει­σο, ού­τε τώ­ρα, ού­τε με­τά.


Αλ­λά και η α­να­βο­λή για αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι μια θα­νά­σι­μη πα­γί­δα. Η συ­νή­θεια εί­ναι το δί­χτυ της και η α­με­ρι­μνη­σί­α το δό­λω­μα της. Σε τί­πο­τα δεν θα δι­α­φέ­ρει το αύ­ριο α­πό το σή­με­ρα. Και ε­νώ δεν γνω­ρί­ζου­με αν θα υ­πάρ­χει αύ­ριο για μας, γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα, πως το κλει­δί της Βα­σι­λεί­ας εί­ναι η συγ­χώ­ρε­ση.


Βλέ­που­με συ­χνά τον α­δελ­φό μας να πα­ρα­παί­ει πνευ­μα­τι­κά α­πό το λά­θος του, να σκλη­ραί­νει η καρ­διά του κι αν­τί να τον στη­ρί­ξου­με, να τον πε­ρι­βάλ­λου­με με τη στορ­γή μας, με τις προ­σευ­χές μας, αν­τί να ταυ­τι­στού­με μα­ζί του σε μια ο­λό­ψυ­χη προ­σπά­θεια α­νόρ­θω­σης του, ταυ­τι­ζό­μα­στε με την ε­νο­χή του, με την πι­κρή γεύ­ση της ε­πι­θε­τι­κό­τη­τας ε­ναν­τί­ον του και α­να­ζη­τού­με ι­κα­νο­ποί­η­ση στην τι­μω­ρί­α του.


Ξε­χνού­με πως στο πρό­σω­πο των α­δελ­φών μας, γί­νε­ται η συ­νάν­τη­ση μας με τον Χρι­στό. Στο πρό­σω­πο των α­δελ­φών μας, που α­δι­α­φο­ρή­σα­με για την ύ­παρ­ξη τους, α­φού πρώ­τα στα­θή­κα­με ά­καμ­πτοι, σκλη­ροί ε­κτι­μη­τές των σφαλ­μά­των τους, αλ­λά και της α­νε­πάρ­κειας τους να αν­τα­πο­κρι­θούν στις δι­κές μας ε­γω­κεν­τρι­κές προσ­δο­κί­ες και α­νάγ­κες.


Η α­γά­πη ό­μως εί­ναι θυ­σί­α που θερ­μαί­νει, συμ­πο­νά και προ­στρέ­χει, δεν κρί­νει, δεν κα­τα­δι­κά­ζει, δεν εγ­κα­τα­λεί­πει. Ο ε­γω­ι­σμός μας εί­ναι που θί­γε­ται, πλη­γώ­νε­ται και μας πα­γώ­νει την καρ­διά. Η α­γά­πη εί­ναι προ­σφο­ρά και ό­χι δο­σο­λη­ψί­α, δεν εί­ναι αν­τα­πο­δο­τι­κή πα­ρο­χή. Τη στιγ­μή που α­πο­μα­κρύ­νου­με τους άλ­λους α­πό κον­τά μας, στε­ρού­με τη χα­ρά της προ­σφο­ράς α­πό τη δι­κή μας καρ­διά. Α­πο­στρέ­φου­με το βλέμ­μα μας α­πό το πρό­σω­πο του α­δελ­φού μας και α­δι­α­φο­ρού­με αν μέ­σα α­πό τα μά­τια του, εί­ναι πάν­το­τε η ει­κό­να του Χρι­στού που μας κοι­τά­ζει.


Στον Πα­ρά­δει­σο υ­πάρ­χει μια θέ­ση που πε­ρι­μέ­νει τον α­δελ­φό μας, αυ­τόν που ε­μείς δεν ε­πι­θυ­μού­με την πα­ρου­σί­α του στη ζω­ή μας. Και α­κρι­βώς δί­πλα του, υ­πάρ­χει μια θέ­ση προ­ο­ρι­σμέ­νη για μας. Ε­κεί δεν υ­πάρ­χουν α­πο­στά­σεις. Γι’ αυ­τό και η θέ­ση μας θα εί­ναι πάν­το­τε δί­πλα του. Η κα­ταλ­λη­λό­τη­τα και η δυ­να­τό­τη­τα μας να ζού­με σε συν­θή­κες Πα­ρα­δεί­σου, ε­πι­κυ­ρώ­νε­ται α­πό ε­μάς, ε­δώ, σή­με­ρα, με την κα­τάρ­γη­ση των α­πο­στά­σε­ων που μας χω­ρί­ζουν.


***


Τις σχέ­σεις μας με τον Θε­ό, με τους αν­θρώ­πους και τον ε­αυ­τό μας, τις προσ­δι­ο­ρί­ζει κα­θα­ρά ο Χρι­στός, μέ­σα στα ί­δια λό­για Του, που α­να­φέ­ρα­με πιο πά­νω: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών... » «Α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις!.. »


Δεν κα­τα­λο­γί­ζει πα­ρα­πτώ­μα­τα στον κα­θέ­να μας με­μο­νω­μέ­να, αλ­λά στους αν­θρώ­πους συ­νο­λι­κά. Και δεν μας κα­λεί να με­τα­νο­ή­σου­με, αλ­λά να συγ­χω­ρέ­σου­με. 

Μας υ­πο­δει­κνύ­ει ό­μως έ­τσι, τη στάθ­μι­ση της θέ­σης μας με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και της σχέ­σης μας μα­ζί τους, ώ­στε να προ­σεγ­γί­σου­με και τα δι­κά μας σφάλ­μα­τα και να συ­ναι­σθαν­θού­με την α­ναγ­και­ό­τη­τα της προ­σω­πι­κής μας με­τά­νοι­ας.


Δεν υ­πάρ­χουν μας λέ­γει, για τον Θε­ό, έ­νο­χοι και θύ­μα­τα, κα­τη­γο­ρού­με­νοι και κρι­τές. Η το­μή στην αν­τί­λη­ψη που ε­πι­κρα­τεί στον κό­σμο μας, εί­ναι τε­ρά­στια. Δεν εί­μα­στε ε­μείς και οι «άλ­λοι». Δεν υ­πάρ­χουν δι­κοί μας και ξέ­νοι, κα­λύ­τε­ροι ή χει­ρό­τε­ροι. Ό­λοι οι άν­θρω­ποι, λη­στές της ζω­ής μας, με­τέ­χου­με στη ζυ­γα­ριά της Σταυ­ρι­κής Θυ­σί­ας του Γολ­γο­θά.


Και α­νά­με­σα μας ο Χρι­στός. Που πα­ρα­κα­λεί τον Πα­τέ­ρα, ά­φες αυ­τοίς, ουκ οί­δα­σικαι προ­τρέ­πει ε­μάς α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις”. Και μας δι­δά­σκει πώς να προ­σευ­χό­μα­στε στον Πα­τέ­ρα, ά­φες η­μίν τα ο­φει­λή­μα­τα η­μών, ως και η­μείς α­φί­ε­μεν τοις ο­φει­λέ­ταις η­μών”, σαν εκ­πρό­σω­πος ο κα­θέ­νας μας ό­λου του αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος.


Μό­νο αυ­τό το ε­λά­χι­στο ζη­τά α­πό μας. Να δε­χθού­με στο βα­σί­λει­ο της καρ­διάς μας, στη ζω­ή μας, τώ­ρα, ό­λους τους αν­θρώ­πους μέ­χρι τον τε­λευ­ταί­ο, για­τί ο τε­λευ­ταί­ος θα εί­ναι Ε­κεί­νος. Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λά και τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο.


Η σω­τη­ρί­α μας δεν εί­ναι ού­τε πο­σο­τι­κή, ού­τε συγ­κρι­τι­κή, σε σχέ­ση με το πό­σο κα­λοίεί­μα­στε. Η σχέ­ση μας με τον Χρι­στό πρέ­πει να εί­ναι προ­σω­πι­κή, α­φού ο ί­διος εί­ναι και ο Θε­ός που με θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση και εγ­κυ­ρό­τη­τα, πι­στο­ποι­εί ξε­χω­ρι­στά τον κα­θέ­να που τον εμ­πι­στεύ­ε­ται.


Δεν έ­χου­με πια α­πέ­ναν­τι μας, ού­τε τους αν­θρώ­πους, ού­τε τον Θε­ό. Εί­μα­στε ε­νω­μέ­νοι και με­τα­ξύ μας και με τον Θε­ό. Ε­λεύ­θε­ροι, α­πό ε­γω­ι­σμούς που α­πο­μο­νώ­νουν και α­πό ε­νο­χές που α­πο­μα­κρύ­νουν, να Τον συ­ναν­τή­σου­με μυ­στη­ρια­κά, στην ά­πει­ρη α­γα­θό­τη­τα με την ο­ποί­α αγ­κα­λιά­ζει ό­λα τα παι­διά Του, α­κό­μα κι ε­μάς τους βα­ρείς στην κα­τα­νό­η­ση, τους χλια­ρούς στη συ­ναί­σθη­ση και αρ­γούς στην αν­τα­πό­κρι­ση μας.


Αυ­τό που φαί­νε­ται δύ­σκο­λο για μας –ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση-, για τον Χρι­στό εί­ναι ή­δη γε­γο­νός. Αν Τον δε­χθού­με στην καρ­διά μας, εν­σω­μα­τω­νό­μα­στε μα­ζί Του, για­τί με­τέ­χου­με στην Εκ­κλη­σί­α. Α­πο­κτού­με υ­πό­στα­ση, για­τί Τον έ­χου­με κε­φα­λή μας. Α­πο­κτού­με ξα­νά ζω­ή, για­τί Ε­κεί­νος εί­ναι η Ζω­ή και η Α­νά­στα­ση!

Η αγάπη είναι ο ύμνος του Παραδείσου!

Η αγάπη είναι ο ύμνος του Παραδείσου!
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο Θεός είναι Αγάπη. «Ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», βροντοφωνεί ο απόστολος της αγάπης, Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.

Αγάπη: Το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το φάρμακο που γιατρεύει όλες τις αρρώστιες της ψυχής και του σώματος.
Ένας άγιος έλεγε: «Κύριε, κάνε με να βοηθήσω κι οχι να με βοηθήσουν. Κάνε με να αγαπήσω, κι οχι να με αγαπήσουν. Κάνε με να κατανοήσω κι οχι να με κατανοήσουν».
Η αγάπη, όπως την δίδαξε ο Κύριος, όχι παραποιημένη απο τους ανθρώπους, είναι έκφραση της θυσίας. Είναι της καρδιάς καρπός και της προαιρέσεως προσφορά.
Η αγάπη δεν φαίνεται απο το τί δίνεις αλλά απο το πώς το δίνεις. Αγάπη δεν είναι το άπλωμα του χεριού, αλλα το δόσιμο της καρδιάς.
Άν ξέρεις ο ίδιος να μοιράζεσαι, τότε ξέρεις να αγαπάς, «ιλαρόν γάρ δότην αγαπά ο Θεός» λέγει ο Παύλος.
Ο Θεός αγαπά τον ελεήμονα, που δίνει με προθυμία και χαρούμενο πρόσωπο αλλα και με ελεύθερη γνώμη. Ελεημοσύνη που προσφέρεται «εκ λύπης ή εξ ανάγκης» είναι απαράδεκτη και απόβλητη.
Η ρίζα της ελεημοσύνης βρίσκεται στην καρδιά.
Αρχίζει απο την καρδιά και τελειώνει στο χέρι μας. Η ελεημοσύνη θερμαίνει, όταν υπάρχει η φωτιά της αγάπης. Ελεημοσύνη δίχως αγάπη είναι ψυχρή και καταθλιπτική. Είναι σώμα νεκρό δίχως ήλιο και φώς. Είναι λουλούδι δίχως ομορφιά και ευωδία.
Όταν δίνεις δίχως αγάπη προσβάλλεις. Γιατι ποιά αξία έχει το ωραιότερο και ακριβότερο δώρο, όταν προσφέρεται χωρίς χαμόγελo;
Ο Ιησούς ζήτησε την προσοχή μας στο θέμα της ελεημοσύνης. Κατεδίκασε την επιδεικτική και υπερήφανη ελεημοσύνη. Πόσο και στο σημείο τούτο μας διδάσκουν οι Άγιοι!
Υπέροχη και θαυμαστή έμεινε στην ιστορία η βοήθεια των τριών φτωχών κοριτσιών απο τον Άγιο Νικόλαο, όχι τόσο για το ποσό των χρημάτων - κι αυτό βέβαια ηταν αξιόλογο - αλλά προπάντων για την διακριτικότητα της πράξεως του.
«Δεινόν η πενία», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. Τυφλώνει κάποτε τον άνθρωπο και κάνει τα μη πρέποντα. Ήτανε κίνδυνος λοιπόν και για τα τρία εκείνα κορίτσια να οδηγηθούν στην διαφθορά. Ο πατέρας τους έφτασε στην απελπισία. Αλλά ο άγιος Νικόλαος γεμάτος αγάπη και διάκριση σπεύδει στην κατάλληλη στιγμή. Λαμβάνει ολα τα μέτρα ώστε η πράξη του να παραμείνει άγνωστη και μυστική απο τους ανθρώπους. Εφαρμόζει το του Κυρίου «Μή γνώτω η αριστερά σου, τί ποιεί η δεξιά σου».
Χωρίς χρονοτριβή παίρνει ενα καλογεμισμένο σακουλάκι με χρυσά νομίσματα κι έρχεται με προφύλαξη, αργά τη νύχτα, ρίχνει το πολύτιμο δέμα απο το παραθυράκι μέσα στο σπίτι και φεύγει γρήγορα.
Ο πατέρας των κοριτσιών δεν πίστευε στα μάτια του. Όταν ο άγιος Νικόλαος πληροφορήθηκε πως ο πατέρας πάντρεψε την πρώτη του κόρη, πήγε και ξανάρριξε αλλο σακουλάκι με χρήματα με τον ίδιο τρόπο. Θερμές ησαν του φτωχού πατέρα οι ευχαριστίες και δοξολογίες στον Πανάγαθο Κύριο. Έτσι πάντρεψε και την δεύτερη.
Ωστόσο πρέπει να μην του διαφύγει ο ευεργέτης. Προαισθάνεται ότι θα ξανάρθει και αναμένει άγρυπνος ώστε μόλις ακούσει θόρυβο που θα προδώσει την παρουσία του, να τρέξει, να τον πιάσει, να δεί ποιός είναι αυτός ο τόσο καλός άνθρωπος, που έσωσε κι αυτόν και τα κορίτσια του. Έτσι κι έγινε. Δεν πέτυχε στην τρίτη μυστική του απόπειρα ο φιλόστοργος και φιλόπτωχος άγιος. Τρέχοντας ο πατέρας τον αναγνώρισε και τον ευχαρίστησε που έσωσε με την πράξη του τρείς ψυχές απο την διαφθορά. Ο Νικόλαος του μίλησε με πολλή αγάπη, δεσμεύοντας τον να μην αναφέρει το γεγονός σε κανέναν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, ο μέγας και ασύγκριτος της αγάπης εργάτης, μελετούσε πολυ τους βίους των αγίων. Ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε ο βίος του Αγίου Σεραπίωνα του Σιδωνίου, που πολυ τον θαύμαζε. Διηγόταν συχνά το εξής περιστατικό απο την ζωή του:
Κάποτε ο Άγιος Σεραπίων - γνωστός για την ασκητικότητα και ακτημοσύνη του - συνάντησε εναν άνθρωπο πάρα πολύ φτωχό. Τόσο δε (=μάλιστα) τον λυπήθηκε ώστε έβγαλε το επανωφόρι του και του το έδωσε. Προχωρώντας πιο πέρα, είδε κάποιον που έτρεμε απο το κρύο. Τί να κάμει; Χωρίς να καθυστερήσει βγάζει και το εσωτερικό του ρούχο και του το προσφέρει. Τότε έμεινε γυμνός κρατώντας στα χέρια του το Ιερόν Ευαγγέλιον. Μόλις τον είδε γυμνό κάποιος γνωστός του τον ερωτά:
-Ποιός σε εγύμνωσε Άγιε του Θεού;
-Αυτό εδώ, απάντησε ο Σεραπίων δείχνοντάς του το Ιερόν Ευαγγέλιον.
Δεν άργησε ομως να πουλήσει και αυτό το Ευαγγέλιο, προσφέροντας τα χρήματα σε φτωχούς.
Κάποιος μαθητής του τον ρώτησε: - Πάτερ μου, πού είναι το μικρό Ευαγγέλιο που είχες;
Του απάντησε: - Δεν είπε ο Κύριος «πωλησον σου τα υπάρχοντα και δός πτωχοίς;» Σ΄αυτό κι εγώ πειθάρχησα. Σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να λυπηθώ ούτε κι αυτό το βιβλίο, οπου είναι γραμμένα τα παραγγέλματα του Κυρίου, αλλα να το πουλήσω χάριν των φτωχών.
Ένας άνθρωπος του Θεού είπε: «κάθε ψυχή κερδισμένη απο την αγάπη, είναι κιόλας ανταύγεια του Θεού». Η αγάπη έχει φώς και μεταδίδει φώς. Είναι και φωτοφόρος και φωτοδότης. «Ο αγαπών τον αδελφόν αυτού εν τω φωτί μένει».
Όσο πλησιάζεις τον Θεό, τόσο φωτίζεσαι και λάμπεις. Όσο περισσότερο αγαπάς τον Θεό, τόσο περισσότερο αγαπάς τον άνθρωπο. «Είδες τον αδελφό σου; Είδες τον Θεό!» λέει ο αββάς Ισαάκ Ο Σύρος.
Τί ωφελεί στα αλήθεια η κατάκτηση του διαστήματος, αν δεν κατακτήσουμε τους αδελφούς μας με την αγάπη;
Τί ωφελεί η έρευνα και ανακάλυψη νέων γαλαξιών, αν δεν καταφέραμε να βρούμε το «αστέρι» της βηθλεέμ, τον Θεό της αγάπης;
Ποιούς νέους κόσμους περιμένουμε να μας δείξουν τα ραδιοτηλεσκόπια, οταν αγνοούμε την «καινήν εντολήν» της αγάπης;
Χωρίς την αγάπη όλα είναι μάταια, άσχημα κι αποτυχημένα.
«Συμφορά μας χωρίς την αγάπη» αναφωνεί ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ. Όλα του ανθρώπου τα έργα και τα επιτεύγματα αποκτούν αξία μονάχα με την αγάπη.
Αλλά η αγάπη είναι διάκριση και η διάκριση είναι τέχνη. Άν δεν ξέρεις την τέχνη της αγάπης, δεν ξέρεις να αγαπάς.
Η αγάπη παραβλέπει τις ιδιοτροπίες του αδελφού. Συγχωρεί τα λάθη. Ανέχεται τα ελαττώματα. Υποχωρεί στο πείσμα. Αποφεύγει την κατάκριση. Αγνοεί την ειρωνία. Διαλύει τις καχυποψίες. Αρνείται τις συκοφαντίες. Δεν επικρίνει και δεν διασύρει δημόσια. Σκεπάζει όλες τις ελλείψεις με εναν τρόπο ευγενικό και μεγαλόψυχο. «Η αγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται, μακροθυμεί, χρηστεύεται.. ού φησιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής.. ου λογίζεται το κακόν» βροντοφωνεί ο Παύλος.
Η αγάπη με την απλότητα και την ειλικρίνεια της δεν ξέρει τι είναι κακό. Είναι αγνή και καθάρια σαν το νερό της κρυστάλλινης λίμνης. Δεν την αναταράσσει κανένα άγριο κύμα κακίας και πονηρίας.
Ο άνθρωπος της αγάπης είναι ο πιο μεγάλος νικητής στον πνευματικό αγώνα. Νικάει με το χαμόγελο και την καλοσύνη. Άν σε άλλες περιπτώσεις η υποχώρηση είναι ήττα, της αγάπης η υποχώρηση είναι νίκη. «Τη φιλανθρωπία νικήσωμεν» λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος.
Είναι ένδοξα της αγάπης τα τρόπαια. Πανάκριβα της φιλανθρωπίας τα στεφάνια. Άλλωστε μην ξεχνάμε οτι κάθε μεγάλη αγάπη είναι σταυρωμένη αγάπη.
Περνάει με διάκριση όλα τα σκαλοπάτια του Γολγοθά. Πονάει όπως Εκείνος πόνεσε επάνω στον σταυρό. Κάθε προσφορά είναι θυσία και κάθε θυσία έχει την αξία της.
«Και ος εαν ποτίσει ενα των μικρών τούτων ποτήριον ψυχρού μόνον εις όνομα μαθητού, αμην λέγω υμίν, ου μη απολέσει τον μισθόν αυτού», λέγει ο Κύριος.
Η αγάπη συμπεριφέρεται με διάκριση και καλοσύνη και στον πεινασμένο και στον διψασμένο και στον ξένο και στον περιφρονημένο και στον φυλακισμένο και «εις πάσαν ψυχήν καταπονουμένην». Και οι φυλακισμένοι είναι αδελφοί μας. Γι' αυτό παραγγέλλει ο Άγιος Παύλος «Μιμνήσκεσθε των δεσμίων ως συνδεδεμένοι». Να νιώθουμε δική μας την φυλάκιση τους. Το ίδιο και για το πένθος του αδελφού μας, να το νοιώθουμε δικό μας.
Ο πόνος στον κόσμο είναι τόσο μεγάλος ωστε αν θελήσεις να μαζέψεις τα δάκρυα που χύνονται κάθε μέρα απο τα μάτια των ανθρώπων θα βρεθείς μπροστά στο μεγαλύτερο ποτάμι της γής, είπε κάποιος. Η αγάπη δεν εφαρμόζει μόνο το «χαίρειν μετα χαιρόντων» αλλά και το «κλαίειν μετα κλαιόντων».
Άν κάθε κράτος έχει τον δικό του Εθνικό Ύμνο, έχει και ο Χριστιανισμός τον δικό του Ύμνο, τον Ύμνο της Αγάπης που με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο έχει αποδώσει ο μέγας των εθνών Απόστολος Παύλος στο ΙΓ' κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής.
Τούτος ο μελωδικότατος ύμνος ας είναι στα χείλη και στην ψυχή μας. Αμήν.

Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

«Θαῦμα βεβαιωτικὸν» τοῦ ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησιαστικοῦ ῾Ημερολογίου


«Τοῖς τῶν Πατέρων οὖν ἐφησυχάσωμεν ῞Οροις, μαρτυρουμένοις καὶ θεοσημείαις τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν» (῾Ιεροῦ Μελετίου Πηγᾶ)1


ΤΟ ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΕΝΟ Θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἐτελέσθη μαζὶ μὲ ἄλλα εἰς ἀνύποπτον χρόνον (πρὸ τοῦ 1924), ἀποδεικνύει σαφέστατα, ὅπως λέγει ὁ ῞Οσιος Νικόδημος ῾Αγιορείτης, ὅτι «περισσότερον εὐαρεστεῖται ὁ Θεὸς εἰς τὴν Τάξιν τοῦ Πασχαλίου καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν τοῦ Καλανταρίου τοῦ ἐδικοῦ μας, παρὰ εἰς τὴν ἀκρίβειαν τοῦ Πασχαλίου καὶ Καλανταρίου τῶν Λατίνων» 2.
᾿Επίσης, μαρτυρεῖ ἀναμφισβητήτως, ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς «ἀσχολεῖται μὲ τα ἡμερολόγια»!
Περὶ τοῦ Θαύματος αὐτοῦ γράφονται συνοπτικῶς στὸ ῾Ιερὸ Πηδάλιον τὰ ἑξῆς:
«῞Ορα τὸν Δοσίθεον (Βιβλίον ΙΒʹ, Περὶ τῶν ἐν ῾Ιεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, σελίδι 1192) διηγούμενον, ὅτι εἰς τὸ Βελιγράδιον, εὑρισκομένου ποτὲ τοῦ ῾Ιεροσολύμων Παϊσίου (1645-1660), ἠκολούθησεν ἕνα θαῦμα, βεβαιωτικὸν
μὲν τοῦ ἡμετέρου Καλανδαρίου, ἀναιρετικὸν δὲ τοῦ τῶν Λατίνων· ἤτοι ἡ ζύμη ὑπὸ Λατινίδος μὲν ζυμωθεῖσα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ προφήτου ᾿Ηλιοῦ, μεταβληθεῖσα δὲ εἰς πέτραν κίσσηρα (ἐλαφρόπετρα) » 2.
* * *
ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ὁ ῾Ιερὸς Δοσίθεος ῾Ιεροσολύμων (1669—1707), ὅτι ὅταν κάποτε ὁ Πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων Παΐσιος (1645—1660) εὑρίσκετο στὸ Βελιγράδι συνέβη τὸ ἑξῆς θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαίωσε, ὅτι ἡ ῾Ημερολογιακὴ Μεταρρύθμισις, τὴν ὁποία εἶχε κάμει ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓʹ τὸ 1582, δὲν ἦταν εὐάρεστη στὸν Θεό.
Μία γυναίκα τοῦ Παπικοῦ δόγματος (Λατινὶς) ἤθελε νὰ ζυμώση κατὰ τὴν 20ὴ ᾿Ιουλίου, ὁπότε τελεῖται ἡ μνήμη τοῦ ῾Αγίου Προφήτου ᾿Ηλιοὺ καὶ εἶναι ἀργία γιὰ τοὺς ᾿Ορθοδόξους.
Τότε, μία εὐσεβὴς ᾿Ορθόδοξος γυναίκα τῆς εἶπε·. «Σήμερόν ἐστιν ἡ ἑορτὴ τοῦ ᾿Ηλιοὺ τοῦ Προφήτου καὶ μὴ ἅπτου ἔργων».
῾Η Λατινὶς ἀπήντησε·. «Δέκα παρῆλθον ἡμέραι ἀπὸ τῆς ἑορτῆς ᾿Ηλιοὺ τοῦ Προφήτου» (τότε ἡ ἡμερολογιακὴ διαφορὰ ἦταν δέκα καὶ ὄχι δεκατριῶν ἡμερῶν)3.
῎Ετσι λοιπὸν ἄρχισαν νὰ φιλονεικοῦν μεταξύ τους γιὰ τὸ θέμα, ἄν καλῶς προσετέθησαν ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς οἱ δέκα ἡμέρες, καὶ στὸ μεταξὺ ἄρχισε τὸ ζύμωμα ἡ Λατινίς.᾿Αλλά, ὤ τοῦ θαύματος !... μεταβλήθηκε τὸ ζυμάρι στὰ χέρια της σὲ κίσηρα (ἐλαφρόπετρα) !...
Καὶ ἀκούσθηκε στὴν Σερβία τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ μοιράσθηκαν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους αὐτὴν τὴν πέτρα, γιὰ ἀπόδειξι τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Θαύματος.
῾Ο Πατριάρχης Παΐσιος ἔλαβε καὶ αὐτὸς ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν πέτρα, τὸ ὁποῖο μέχρι τώρα εὑρίσκεται κρεμασμένο στὴν Εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Προφήτου ᾿Ηλιοὺ στὸ Μοναστήρι του στὴν ῾Ιερουσαλήμ 4.
* * *
Σχόλιον ἐπὶ τοῦ Θαύματος ὑπὸ Εὐγενίου Βουλγάρεως «Κατὰ τὸ 1645, ὅτε ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ὁ Πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων Θεοφάνης, Πατριάρχης τῆς ῾Αγίας Πόλεως εἶχε προχειρισθῆ ὁ Παΐσιος, ἄνδρας ἔνθεος, ὁ ὁποῖος μετῆλθεν ἐπ᾿ ἀρκετὸν καὶ τὸν ἀσκητικὸν βίον, καθ᾿ ὑπερβολὴν ἀκτήμων, ὥστε, κατὰ τὸ
εὐαγγελικόν, οὔτε πήραν, οὔτε τίποτε ἄλλο νὰ ἀποκτήσει, καὶ περὶ τὰ θεῖα ζηλωτὴς καὶ ἀνδρεῖος κατὰ τὴν ψυχήν, ὅπως μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ ὁ Δοσίθεος (εἰς τὸ Περὶ τῶν ῾Ιεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, Βιβλ. ιβʹ, Κεφ. βʹ, παραγρ. βʹ), τοῦ ὁποίου τὶς
ἴδιες λέξεις ἐγὼ θὰ παρεθέσω....
῏Ητο, λοιπόν, ἀναγκαία, ὅσον τίποτε ἄλλο, καθὼς ἐγὼ νομίζω, διὰ τοὺς Σέρβους ἡ πετροποιΐα ἀπὸ τὴν ζύμη, γιὰ νὰ μείνουν ἑδραῖοι καὶ στερεοί, ὅπως ἡ πέτρα αὐτὴ
στὴν ὁμολογία τῆς ὀρθῆς καὶ Πατροπαραδότου Πίστεως· οὔτε τὴν παλαιὰν ζύμη τῆς εὐσεβείας, τὴν ὁποίαν ἐκ τῶν προγόνων παρέλαβον, σὲ ζύμη νέαν καὶ πρόσφατον
τὴν τοῦ Παππισμοῦ νὰ μεταβάλλουν, ὑποχωροῦντες στὴ βία τῶν φρατόρων, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλοῦ ἀγωνίζονται νὰ μεταζυμώσουν αὐτοὺς καὶ μὲ παντοίους τρόπους νὰ ψηλαφοῦν τὴν πληγή.
Σὲ κανένα δὲ νὰ μὴ φανῆ, ὅτι ὑπῆρξε μιὰ τόσο μεγάλη θαυματουργία περιττὴ ἐξ αἰτίας μιᾶς μικρᾶς καινοτομίας περὶ τὸ Καλανδάριον (ἡμερολόγιον). Καθ᾿
ὅτι ἐξάπαντος καὶ ῾῾μικρὰ ζύμη, ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ᾿᾿ (Αʹ Κορ. εʹ 6) » 5.

1. Émile Legrand, Lettres De Mélétius Pigas, Paris 1902, σελ. 155, «Τόμος ᾿Αλεξανδρινὸςπερὶ τοῦ Πασχαλίου».
῾Ο Διδάσκαλος τοῦ Γένους Εὐγένιος Βούλγαρις, ᾿Αρχιεπίσκοπος Σλαβονίου καὶ Χερσῶνος (1716-1806).
2. ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ῾Ιερὸν Πηδάλιον, σελ. 9, ὑποσημ. εἰς τὸν Ζʹ ᾿Αποστολικὸν Κανόνα.
3. Κατὰ τὸ 1582, ἔτος τῆς Παπικῆς Μεταρρυθμίσεως, ἡ διαφορὰ μεταξὺ ᾿Ιουλιανοῦ
καὶ Γρηγοριανοῦ ῾Ημερολογίου ἦταν 10 ἡμερῶν, ἡ ὁποία ἔκτοτε βαίνει συνεχῶς
αὐξανομένη κατὰ μίαν ἡμέραν ἀνὰ αἰῶνα, ἐκτὸς ἐὰν τὸ τελευταῖο ἔτος τοῦ αἰῶνος («ἐπαιώνιον ἔτος» ) εἶναι δίσεκτον, δηλαδὴ διαιρεῖται διὰ τοῦ 4 (π.χ. τὸ 1600, τὸ 2000, τὸ 2400). ῾Η νῦν διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν θὰ διατηρηθῆ μέχρι τοῦ ἔτους 2099. Οἱ ἑπόμενες διαφορὲς θὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἑξῆς πορεία: κατὰ τὸ διάστημα 2100-2199 θὰ εἶναι 14 ἡμέρες· τὸ διάστημα 2200-2299 θὰ εἶναι 15 ἡμέρες· τὸ διάστημα 2300-2499 θὰ εἶναι 16 ἡμέρες κλπ.
• Σημειωθήτω, ὅτι τὸ 1583, στὸν «᾿Αλεξανδρινὸν Τόμον», ὁ ῾Ιερὸς Μελέτιος Πηγᾶς ἐχαρακτήριζε τὴν διαφορὰ τῶν 10 ἡμερῶν ὡς «δεκαθήμερον ἔκτρωμα» (Émile Legrand, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 141).
4. ῾Ιεροῦ Δοσιθέου ῾Ιεροσολύμων, Περὶ τῶν ἐν ῾Ιεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων/
«Δωδεκάβιβλος», Βιβλίον ΙΒʹ, Κεφάλαιον Βʹ, §βʹ, τ. Ϛʹ, σελ. 105-106, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1983.
5. Εὐγενίου Βουλγάρεως, ᾿Εκκλησία ῾Αγίων — Θαυμάτων — Διωγμῶν (᾿Επιστολὴ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως πρὸς Πέτρον τὸν Κλαίρκιον περὶ τῶν μετὰ τὸ Σχίσμα ῾Αγίων τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ), ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ», ᾿Αθῆναι 1993, σελ. 63-65, ὑπογραμ. ἡμέτ. (νεοελληνικὴ ἀπόδοσις).


Χρήσιμες συμβουλές του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου για την καταπολέμηση του πάθους της πολυλογίας

Η πολυλογία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών ανθρώπων. Η γλώσσα τους είναι αχαλίνωτη, αλλά κι ενοχλητική στους άλλους. Ο άγιος Νικόδημος λέει γι’ αυτό το πάθος: «Ο κάθε άνθρωπος αφήνει τη γλώσσα του να μιλάει για πράγματα που δίνουν ηδονή στις αισθήσεις. Η πολυλογία τις περισσότερες φορές , προέρχεται απ’ την υπερηφάνεια πως τάχα ξέρουμε πολλά και γι’ αυτό βιαζόμαστε με πολλές επαναλήψεις να εντυπώσουμε τη γνώμη μας στις καρδιές των άλλων, για να φανούμε σ’ αυτούς διδάσκαλοι, λες κι έχουν ανάγκη να μάθουν από μας. Την υπερηφάνεια αυτή τη δείχνουμε , όταν διδάσκουμε χωρίς να μας το έχουν ζητήσει».

Χρήσιμες συμβουλές του αγίου Νικοδήμου για την καταπολέμηση του πάθους της πολυλογίας: 

α’ . Μην ανοίξεις μακρά συνομιλία μ’ εκείνον που σε ακούει με κακή όρεξη , για να μην του προκαλέσεις αηδία και τον κάνεις να σε σιχαθεί».
β’ . «Απόφευγε να μιλάς αυστηρώς και μεγαλοφώνως, γιατί δίνεις την υποψία ότι είσαι μάταιος κι έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου».
γ’ . «Ποτέ να μη μιλάς για τον εαυτό σου, τις υποθέσεις σου και τους συγγενείς σου. Εκτός και αν είναι ανάγκη, οπότε μπορείς να μιλήσεις όσο γίνεται με περισσότερη συντομία».