Σελίδες

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Τα πνεύματα των νεκρών και εμείς - Θ.Ρηγινιώτης

Πίνακας του Aladar Korosfoi-Kriesch «Ημέρα των Νεκρών» - 1910, 
Ουγγρική Εθνική Πινακοθήκη, Βουδαπέστη

Γράφει ο θεολόγος, Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Οι χριστιανοί έχουμε μια πολύ σοβαρή σχέση με τους νεκρούς μας. Συχνά μιλάμε μαζί τους και συνεχώς μιλάμε στο Θεό γι’ αυτούς.

Για την ακρίβεια, για μας, αυτοί που έχουν αφήσει το σώμα τους δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί (μεταφορικά τους ονομάζουμε «κεκοιμημένους» = αυτοί που έχουν κοιμηθεί) και έτσι τους αντιμετωπίζουμε, ως ζωντανούς, που απλά έχουν φύγει και μένουν σε ένα άλλο μέρος. Τον τόπο, στον οποίο θάβουμε τα σώματά τους, τον ονομάζουμε «κοιμητήριο» (χώρο ύπνου).

Αντίθετα, νεκρούς θεωρούμε τους ανθρώπους που έχουν βγάλει έξω από την καρδιά τους το Θεό, την αγάπη Του και τη χάρη Του, είτε ζουν ανάμεσά μας είτε έχουμε μετακομίσει στον τόπο των ψυχών. Αυτός είναι ο πραγματικός θάνατος, η έξωση του Θεού από την καρδιά μας, ενώ, όταν Του επιτρέπουμε να μπαίνει στην καρδιά μας, είμαστε εντελώς ζωντανοί, είτε εδώ είτε στον τόπο των ψυχών.

Όταν λέμε ότι ο Θεός μπαίνει στην καρδιά μας δεν εννοούμε ότι μας καταλαμβάνει και διώχνει το πνεύμα μας και καταργεί την ελευθερία μας (αυτό ποτέ δεν το κάνει ο Θεός, το κάνουν μόνο ύποπτα πνεύματα). Εννοούμε ότι μπαίνει μέσα μας η χάρη του Θεού (η ζωοποιός αδημιούργητη, αιώνια και φωτεινή ενέργειά Του) και μας μεταμορφώνει φέρνοντάς μας πιο κοντά Του. Η μεταμόρφωση αυτή σχετίζεται άμεσα με τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω.

Θα δούμε παρακάτω, Θεού θέλοντος, τι ξέρουμε για τους κεκοιμημένους.

Ο Χριστός και οι νεκροί

ta-pneymata-twn-nekrwn-kai-meis-riginiwtis«Aenai-EpAnastasi(AllSouls)
Ο Χριστός στον κόσμο των νεκρών, ανάμεσα στις ψυχές.

Όταν ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, η ανθρώπινη ψυχή Του μεταφέρθηκε στον τόπο των νεκρών (στα ελληνικά «Άδης»), όπου μίλησε στους νεκρούς, όπως είχε κάνει και στους ζωντανούς (δες γι’ αυτό την ορθόδοξη εικόνα «Εις Άδου κάθοδος», αλλά και τη μαρτυρία του μεγάλου και αγίου αποστόλου Πέτρου, μαθητή του Χριστού, στην πρώτη επιστολή του, που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, (κεφ. 3, στίχοι 19-20). Τότε πήρε τις ψυχές των νεκρών από τον Άδη και τις έφερε στον τόπο όπου πηγαίνουν οι ψυχές τώρα, τόπο που τον ονομάζουμε «ουρανό». Εκεί οι ψυχές των προ Χριστού νεκρών και οι ψυχές των ανθρώπων που έζησαν μετά το Χριστό, μαζί, περιμένουν την ανάσταση, για να ζήσουν στη βασιλεία του Θεού παίρνοντας πάλι τα σώματά τους, αλλά ως αθάνατα και φωτεινά πλέον σώματα.

Οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο έχοντας προχωρήσει προς το Χριστό με καθαρή καρδιά, στον ουρανό, τον τόπο των ψυχών, προγεύονται την απερίγραπτη ευτυχία που προκαλεί η σχέση με το Χριστό, η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η ευτυχία αυτή είναι ανάλογη με την καλοσύνη τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «παράδεισο».

Αντίθετα, εκείνοι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο περιορίζοντας την αγάπη τους στον εγωιστικό εαυτό τους, στον ουρανό προγεύονται την οδύνη που προκαλεί η σχέση με το Χριστό (τον οποίο δεν αγαπούν), η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η οδύνη αυτή είναι ανάλογη με την παραμόρφωση που έχει προκαλέσει ο εγωισμός τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «κόλαση».

Μια αναφορά στην ανάσταση και την τελική κατάσταση, στην οποία θα ζουν όλοι οι άνθρωποι, όλων των λαών και των εποχών, αλλά και όλων των θρησκειών, βρίσκουμε στα λόγια του ίδιου του Χριστού, στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 25, 31-46. Την περιγραφή αυτή πρέπει να την κατανοήσουμε μέσα στα πλαίσια της αγάπης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους και προς όλα τα πλάσματα. Ο Θεός δεν «στέλνει στην κόλαση» τους αμετανόητους αμαρτωλούς, αλλά η ίδια η κατάσταση της ψυχής τους είναι η κόλαση. Η κατάσταση, που δεν τους επιτρέπει να γευτούν την απερίγραπτη ευτυχία του παραδείσου.

Οι κεκοιμημένοι άγιοι

Ο σύγχρονος άγιος Ιωσήφ Βατοπεδινός (μονής Βατοπεδίου, που έγινε διάσημη στα ΜΜΕ για λάθος λόγους), νεκρός. Μετά την κοίμησή του στο πρόσωπό του σχηματίστηκε το χαμόγελο (φωτο πριν το χαμόγελο εδώ).

Με το να γίνει άνθρωπος, ο Χριστός ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση και πρόσφερε σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να ενωθεί με Αυτόν. Επειδή όμως ο Χριστός είναι και Θεός, ο άνθρωπος που ενώνεται μαζί Του ενώνεται συγχρόνως και με το Θεό. Γι’ αυτό η ένωση με το Χριστό κάνει τον άνθρωπο «θείο πλάσμα», δηλαδή άγιο.

Ξέρουμε από την πείρα όλων των γενεών του χριστιανισμού, και ιδίως από την πείρα των αγίων διδασκάλων μας, ότι η ένωση με το Χριστό δεν γίνεται μόνο με το να είμαστε «καλοί άνθρωποι», αλλά προϋποθέτει τη θεία χάρη, γι’ αυτό μας δόθηκαν τα άγια μυστήρια της Εκκλησίας (βάπτισμα, εξομολόγηση, θεία Μετάληψη κ.λ.π.), με τα οποία ο άνθρωπος προετοιμάζει τον εαυτό του κατάλληλα και καλεί το Θεό να του στείλει τη χάρη Του.

Κάθε απλός άνθρωπος, που δέχεται μέσα του τη χάρη του Θεού και ανταποκρίνεται σ’ αυτήν αγαπώντας το Θεό και το συνάνθρωπό του και συγχωρώντας εκείνους που θέλουν να του κάνουν ή του έχουν ήδη κάνει κακό, πλησιάζει το Θεό τόσο, όσο έχει προοδεύσει σ’ αυτό το δρόμο. Γίνεται δηλαδή «λίγο άγιος». Ενώ εκείνοι που έχουν προχωρήσει πολύ σ’ αυτό το δρόμο και φτάνουν να αγαπούν το Θεό και τους άλλους, μέχρι και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο από τον εαυτό τους, είναι οι κατ’ εξοχήν άγιοι, εκείνοι που συχνά αποκτούν από το Θεό το χάρισμα να κάνουν ακόμη και θαύματα.

Οι θερμές, ειλικρινείς και επίμονες προσευχές των ανθρώπων προς τον αληθινό Θεό εισακούονται, στο χρόνο και με τον τρόπο που Εκείνος θέλει. Οι προσευχές των αγίων εισακούονται περισσότερο, όχι μόνο όταν ζουν εδώ, ανάμεσά μας, αλλά κι όταν οι ψυχές τους έχουν φύγει για τον ουρανό και προγεύονται τον παράδεισο. Γι’ αυτό, όταν ο Θεός αποκαλύψει ότι ένας χριστιανός που κοιμήθηκε είναι άγιος, μιλάμε σ’ αυτόν (μέσω της προσευχής μας αλλά και με τις εκκλησιαστικές τελετές που γίνονται την ημέρα της μνήμης του) και τον παρακαλούμε να μεσιτεύει στο Θεό για μας και για όλο τον κόσμο. Επίσης, απευθυνόμαστε σ’ αυτόν ζωγραφίζοντας την εικόνα του ή αφιερώνοντας ένα ναό στο όνομά του. Υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις, που φανερώνουν ότι οι άγιοι ανταποκρίνονται από τον ουρανό και απαντούν στις προσευχές μας. Αυτό εννοούσα πριν, λέγοντας ότι συχνά μιλάμε με τους νεκρούς μας.

Ο Θεός αποκαλύπτει ότι ένας άνθρωπος είναι άγιος με διάφορους τρόπους: για παράδειγμα, τα οστά του μπορεί να ευωδιάζουν ή και να αναβλύζουν άρωμα (μύρο) ή να γίνονται θεραπείες ασθενειών ή άλλα θαύματα μέσω αυτών. Μπορεί να εμφανίζεται ο άγιος σε όνειρα ή οράματα ανθρώπων με καθαρή καρδιά κ.λ.π. Πάντα βέβαια προσέχουμε, ώστε να είναι αληθινές αυτές οι αποκαλύψεις, γιατί μπορεί να πρόκειται για απάτη ή για παγίδα του εχθρού, δηλαδή πονηρών πνευμάτων, που θέλουν να παραπλανήσουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν οπαδούς τους. Όταν είναι σίγουρο πως πρόκειται για αληθινή αποκάλυψη ενός αγίου, η Εκκλησία κατατάσσει τον άγιο και επίσημα στο ημερολόγιο και ορίζει μία μέρα αφιερωμένη στη μνήμη του. Συνήθως είναι η ημέρα της κοίμησής του και ονομάζεται «γενέθλιος ημέρα», γιατί εκείνη την ημέρα σα να γεννήθηκε στον ουρανό.

Η ύπαρξη των αγίων και οι παρεμβάσεις τους στη ζωή μας από τον ουρανό αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει μετενσάρκωση, ούτε και κάποτε θα «αφανιστούν» οι ψυχές, αλλά οι ψυχές των ανθρώπων είναι αιώνιες και παραμένουν πάντα οι ψυχές των συγκεκριμένων ανθρώπων, με το συγκεκριμένο όνομα, προσωπικότητα, αναμνήσεις, συναισθήματα κ.τ.λ. Και θα παραμένουν έτσι μέχρι να αναστηθούν και να ξαναπάρουν, άφθαρτο και αιώνιο, το σώμα τους, για να ζήσουν αιώνια ως ψυχοσωματικά όντα, χωρίς να ξαναπεθάνουν ποτέ πια.

Ακόμη κι ένας άνθρωπος που δεν είναι μεγάλος και θαυματουργός άγιος, αλλά που όμως η ψυχή του είναι καθαρή και προγεύεται τον παράδεισο, μπορεί να βοηθήσει τους ζωντανούς μεσιτεύοντας στο Θεό γι’ αυτούς. Μια τέτοια περίπτωση καταγράφεται στον Ευεργετινό, ένα αρχαίο ορθόδοξο βιβλίο, όπου ένας άγνωστος κεκοιμημένος άντρας (προφανώς ευρισκόμενος στην πρόγευση του παραδείσου) εμφανίστηκε και θεράπευσε το χτυπημένο πόδι ενός ταξιδιώτη, που είχε βρει το πτώμα του στο δρόμο και το είχε θάψει. Οι άνθρωποι που προγεύονται τον παράδεισο βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή ο παράδεισος είναι η πιο στενή σχέση με όλα τα πλάσματα. Όμως οι άνθρωποι που προγεύονται την κόλαση δε βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή η κόλαση είναι μια κατάσταση μοναχική, αφού ο εγωισμός των ανθρώπων εκείνων ουσιαστικά τους απομόνωσε αιώνια στον εαυτό τους.

Οι ψυχές και εμείς

Τις ψυχές των κεκοιμημένων δεν τις λατρεύουμε, γιατί ξέρουμε ότι λατρεία πρέπει να αποδίδουμε μόνο στον Τριαδικό Θεό. Οι ψυχές των ανθρώπων, όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή και όλοι οι άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι, δεν είναι από την ίδια ουσία με το Θεό, αλλά είναι δημιουργήματα του Θεού, δημιουργημένες από το μηδέν, όπως και τα σώματά μας και όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος. Μόνο η Αγία Τριάδα είναι αδημιούργητη. Ο Πατέρας προαιώνια γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα –Τους φέρνει σε ύπαρξη μέσα από την ουσία Του, δεν Τους δημιουργεί. Αντίθετα, τις ψυχές τις δημιουργεί, όταν ο άνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στη μήτρα της μητέρας του.

Οι ψυχές λοιπόν δεν είναι θεϊκές. Είναι ό,τι κι εμείς, που ζούμε εδώ: δημιουργήματα του Θεού, που κι αυτές λατρεύουν το Θεό και μόνον Αυτόν. Τους ανθρώπους τους αγαπάμε, είτε είναι εδώ είτε στον ουρανό, προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτούς ή απευθυνόμαστε σ’ αυτούς, αν έχει αποκαλυφθεί από το Θεό ότι είναι άγιοι, αλλά δεν τους λατρεύουμε. Ούτε τους αγίους λατρεύουμε. Μόνο το Θεό.

Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος φύγει από αυτό τον κόσμο για τον ουρανό, αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν. Προσπαθούμε έτσι να βοηθήσουμε την κατάσταση της ψυχής του, ώστε, αν δεν ήταν τόσο καλή ώστε να προγεύεται τον παράδεισο, ίσως την ανακουφίσουμε με τις προσευχές μας. Επειδή η κόλαση συνδέεται με πλήρη μοναξιά, δεν είναι παράξενο που το ενδιαφέρον των ζωντανών για τις ψυχές μπορεί, αν είναι θερμό, ειλικρινές και επίμονο, να προκαλέσει ρωγμές σ’ αυτή τη μοναξιά και ανακούφιση στην κατάσταση των ψυχών αυτών.

Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου 
(τοιχογραφία Εμμ. Σηφάκη, Πέραμα Ρεθύμνης).

Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου, που είναι γραμμένο στο Γεροντικό (ένα αρχαίο βιβλίο που παραθέτει τις ιστορίες των αγίων ασκητών της ερήμου), το αποδεικνύει αυτό. Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι, όταν ζούσε, ήταν λάτρης των δαιμόνων (ιερέας της Ίσιδος) και τώρα βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».

Ξέρουμε από τους αγίους χριστιανούς διδασκάλους ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από Αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του.

Επίσης η περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου (καθώς και άλλες περιπτώσεις) αποδεικνύει ότι η θερμή, ειλικρινής και επίμονη προσευχή των ζωντανών για τους νεκρούς μπορεί ακόμη και να μετατρέψει την κατάσταση μιας ψυχής από κόλαση σε παράδεισο, τουλάχιστον αν η συγκεκριμένη ψυχή έχει τις προϋποθέσεις για τη μετατροπή αυτή (αν δηλαδή δεν είναι απόλυτα διεφθαρμένη). Ο άγιος προσευχήθηκε θερμά, «χύνοντας ποταμούς δακρύων», για τη σωτηρία της ψυχής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν πληροφορήθηκε μια πράξη φιλανθρωπίας που είχε κάνει. Και αργότερα πληροφορήθηκε από το Θεό ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν.

Μιλώντας στο Θεό για τις ψυχές

Όλοι βέβαια ελπίζουμε ότι οι ψυχές των αγαπημένων μας προσώπων βρίσκονται στην κατάσταση της πρόγευσης του παραδείσου, αλλά μόνο για τους αγίους μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Έτσι, όπως είπαμε, όταν η ψυχή ενός ανθρώπου φύγει από αυτό τον κόσμο, αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν. Δηλαδή να προσευχόμαστε.

Για μας, όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, επομένως τα παρακάτω ισχύουν για όλους, άντρες, γυναίκες ή παιδιά, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.

Αν ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ορθόδοξος χριστιανός, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η προσωπική ή ομαδική προσευχή μας γι’ αυτόν, που μπορεί και να συνοδεύεται από νηστεία ή άλλη μικρή ή μεγάλη θυσία, που θα κάνει την καρδιά μας πιο καθαρή και επομένως πιο κατάλληλη για να εκτοξεύσεις τις προσευχές μας προς το Θεό. Δεν κάνουμε γι’ αυτόν κάποια «επίσημη» τελετή στους ναούς μας, γιατί το πρώτο βήμα και η απαραίτητη προϋπόθεση, για να έχουν αποτέλεσμα αυτές οι τελετές, είναι το άγιο βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Αυτό «κεντρίζει» τον άνθρωπο στην «καλή ελιά», στην «αληθινή άμπελο», στο Χριστό. Αν λοιπόν δεν υπάρχει το βάπτισμα, υπάρχει από πλευράς μας η αγάπη, η προσευχή, με όση θέρμη και δύναμη ψυχής έχει ο καθένας, η νηστεία πιθανόν ή κάποια άλλη θυσία, αλλά δεν υπάρχουν εκκλησιαστικές τελετές. Δεν έχουν αποτέλεσμα.

Αν ο άνθρωπος που φεύγει για τον ουρανό είναι ορθόδοξος χριστιανός, το πρώτο πράγμα που κάνουμε μετά την αναχώρησή του είναι μια εκκλησιαστική τελετή, με τη συμμετοχή όλων μας, που ονομάζεται «κηδεία» (=φροντίδα) του σώματος του ανθρώπου. Σ’ αυτήν παρακαλούμε πρώτη φορά το Θεό (όλοι μαζί, ως Εκκλησία, δηλαδή σύσσωμοι) να αναπαύσει την ψυχή του αδελφού μας «στο Φως του προσώπου Του».

Στη συνέχεια θάβουμε το σώμα μέσα στο χώμα και τοποθετούμε στο σημείο της ταφής του ένα σταυρό, το σύμβολο της νίκης του Χριστού κατά του θανάτου. Δεν το καίμε, γιατί, για μας, δεν είναι βέβαια ιερό, ώστε να το λατρεύουμε, αλλά είναι άξιο σεβασμού. Αξίζει το σεβασμό μας, διότι:

α) ο Χριστός, ο προαιώνιος Θεός Υιός του Θεού Πατρός, πήρε ακριβώς ίδιο σώμα με το δικό μας («ομοούσιο», από την ίδια ουσία) και, επειδή ήταν Νέος Αδάμ, η χάρη που πήρε το δικό Του ανθρώπινο σώμα πέρασε σε ολόκληρη την ανθρωπότητα,
β) κάθε χριστιανός έλαβε ειδικά στο δικό του σώμα τη χάρη του Θεού, αφού βαπτίστηκε στο όνομα της Αγίας Τριάδας, χρίστηκε με το άγιο Μύρο και κοινώνησε το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού, κατά το μυστήριο της θείας Μετάληψης,
γ) αν ο άνθρωπος εκείνος έχει πλησιάσει πολύ το Χριστό, η θεία χάρη είναι έντονη στα λείψανά του, τα οποία γίνονται «ιερά λείψανα» – αν κάψουμε το σώμα, θα στερήσουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία, τον κόσμο ολόκληρο, από μια πηγή θείας χάριτος, ενώ πιθανόν να μην αντιληφθούμε ποτέ ότι ο άνθρωπος αγίασε, αφού συχνά η αγιότητα αποκαλύπτεται μέσω των ιερών λειψάνων (που ευωδιάζουν, μυροβλύζουν και θαυματουργούν).

Μετά την ταφή αρχίζει μια σειρά από εκκλησιαστικές τελετές, που ονομάζονται «μνημόσυνα» (=αναμνήσεις) και σ’ αυτές επίσης παρακαλούμε το Θεό για την ανάπαυση του αδελφού μας. Κατά τα μνημόσυνα, μια μικροσκοπική μερίδα από τον ιερό άρτο της θείας Μετάληψης αφιερώνεται ονομαστικά στον κεκοιμημένο αδελφό μας, ο οποίος έτσι μνημονεύεται στο «εσωτερικό» του ιερού μυστηρίου. Μνημόσυνα τελούνται τρεις ημέρες μετά την κοίμηση, οκτώ ημέρες, σαράντα ημέρες, στη συνέχεια κάθε τρεις μήνες και, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους, κάθε χρόνο στην επέτειο της κοίμησής του.

Ένα εξαιρετικό βιβλίο για όποιον θέλει να μάθει τη διδασκαλία 
των ορθόδοξων αγίων για τη ζωή μετά (κλικ!).

Εκτός από τα μνημόσυνα, οι χριστιανοί συνηθίζουμε να προσφέρουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων προγόνων και αδελφών μας στον ιερέα, ώστε να τα μνημονεύσει εντός της θείας Μεταλήψεως κατά τη θεία λειτουργία που θα τελέσει την Κυριακή [λεπτομέρειες εδώ]. Μηνύματα που έχουν δώσει, με άδεια του Θεού, κεκοιμημένοι στα όνειρα ζωντανών, φανερώνουν ότι η μνημόνευση αυτή προσφέρει σημαντική ωφέλεια στην κατάσταση της ψυχής. Ιδιαίτερα όταν γίνεται σε σαράντα λειτουργίες κατά σειρά, πράγμα που ονομάζεται «σαρανταλείτουργο».

Μια από τις αμέτρητες μαρτυρίες, που φανερώνουν πόσο ωφελεί τις ψυχές η μνημόνευση κατά τη θεία λειτουργία, είναι η περίπτωση του αγίου Θεοδοσίου του Τσερνιγκώφ (Ρωσία). Ο άγιος εμφανίστηκε στον όσιο ιερομόναχο Αλέξιο, που είχε πραγματοποιήσει με αγάπη την ανακομιδή των λειψάνων του, και του είπε: «Σ’ ευχαριστώ που κοπιάζεις για μένα, αλλά σε παρακαλώ να μνημονεύεις στη λειτουργία τους γονείς μου, που τα ονόματά τους είναι πατήρ Νικήτας και Μαρία». Ο π. Αλέξιος απόρησε και τον ρώτησε: «Εσύ, που είσαι άγιος και πρεσβεύεις απευθείας στο Θεό για όλους, ζητάς από εμένα να μνημονεύω τους γονείς σου;». Ο άγιος απάντησε: «Έχεις δίκιο, αλλά η ωφέλεια που θα έχουν από τη μνημόνευσή τους στη λειτουργία είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουν με τις δικές μου προσευχές».

Όταν αργότερα ανακαλύφθηκε το βιβλίο μνημοσύνων της μονής, όπου ο άγιος Θεοδόσιος ήταν ηγούμενος, αποδείχτηκε ότι τα ονόματα των γονιών του ήταν ακριβώς αυτά που είπε στον π. Αλέξιο (άγνωστα προηγουμένως).

Η Εκκλησία, εκτός από τις προσευχές για τους κεκοιμημένους που στέλνει στο Θεό σε κάθε χριστιανική τελετή, έχει θεσπίσει και μία ημέρα της εβδομάδας ειδικά αφιερωμένη στη μνημόνευση των κεκοιμημένων (δηλαδή την προσευχή υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους) και η ημέρα αυτή είναι το Σάββατο. Έχει θεσπίσει επίσης κάποια ιδιαίτερα Σάββατα, αφιερωμένα στη μνημόνευση όλων των κεκοιμημένων, από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη Γη μέχρι σήμερα. Τα Σάββατα αυτά ονομάζονται «ψυχοσάββατα». Επίσης διαβάζεται ειδική ευχή για τους κεκοιμημένους στη σπουδαία εκκλησιαστική τελετή του Εσπερινού της Γονυκλισίας κατά την Κυριακή της Πεντηκοστής.

Εκτός από τα παραπάνω, οι χριστιανοί συνηθίζουμε ιδιωτικά να ανάβουμε καντήλι με λάδι ως σύμβολο της προσευχής μας προς το Θεό, για να βιώνουν με ευχαρίστηση το Φως Του οι κεκοιμημένοι πρόγονοι και αδελφοί μας. Καίμε επίσης θυμίαμα, ως σύμβολο της προσευχής μας, που ανεβαίνει στον ουρανό όπως ο καπνός του θυμιάματος και που πρέπει να ευωδιάζει (δηλαδή να γίνεται με αγνή καρδιά, καθαρή από κακίες, μίση, εγωισμούς και διάθεση εκμετάλλευσης των άλλων ανθρώπων), όπως ευωδιάζει κι εκείνος. Καντήλι και θυμίαμα αφιερώνουμε στους κεκοιμημένους μας όχι μόνο στο σπίτι μας (κοντά στις φωτογραφίες τους) αλλά και στον τάφο τους, τον οποίο επισκεπτόμαστε όποτε θέλουμε. Ενίοτε μάλιστα καλούμε τον ιερέα στον τάφο και τελεί μία μικρή τελετή («τρισάγιο») για την ανάπαυση των κεκοιμημένων.

Φοβόμαστε τις «κακές» ψυχές; 
Υπάρχουν φαντάσματα;

Όπως είπαμε παραπάνω, οι ψυχές που προγεύονται τον παράδεισο, δηλαδή έχουν εντός τους τη θεία χάρη και διαθέτουν κάποια αγιότητα, μικρή ή μεγάλη, μπορούν να μεσιτεύουν στο Θεό για την προστασία των ζωντανών. Το όραμα του αγίου Μακάριου όμως φανερώνει ότι στην πρόγευση της κόλασης οι ψυχές νιώθουν εντελώς απομονωμένες. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουν με κανένα τρόπο στη γη και να επηρεάσουν τη ζωή των ζωντανών. Γι’ αυτό το λόγο, οι χριστιανοί δεν πιστεύουμε ότι οι «κακές» ψυχές είναι απειλητικές για μας. Δεν τις φοβόμαστε, απλά λυπόμαστε για την οδύνη και τη δυστυχία τους και προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτές.

Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι πράγματι υπάρχουν κάποια μέρη, που κακές πνευματικές δυνάμεις τα έχουν «τυλίξει» με τη σκοτεινή και απειλητική ενέργειά τους. Τέτοια μέρη είναι κυρίως εκεί όπου γίνονται, ή γίνονταν παλιότερα, μαγικές τελετές, με επίκληση δαιμονικών πνευμάτων. Τα πνεύματα εκείνα δεν είναι ψυχές νεκρών, ακόμη κι αν μερικές φορές εμφανίζονται με τέτοια μορφή.

Ομοίως, δεν είναι ψυχές νεκρών, ούτε «καλές» ούτε «κακές», τα πνεύματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια «πνευματιστικών» τελετών, σε επικλήσεις πνευμάτων από μάγους, μέντιουμ και πνευματιστές κάθε είδους. Μόνο με την προσευχή, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, οι ζωντανοί απευθύνονται στους κεκοιμημένους – και πάντα σε αγίους. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις «επικοινωνίας» νεκρών με ζωντανούς, που συνέβαιναν και συμβαίνουν εδώ και χιλιάδες χρόνια σε πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες, είναι τουλάχιστον ύποπτες. Ξέρουμε από την πείρα των αγίων διδασκάλων μας ότι τα πνεύματα που εμφανίζονται σ’ αυτές δεν είναι οι ψυχές των νεκρών και γενικά δεν είναι «αυτό που φαίνεται», αλλά σκοτεινές υπάρξεις που ζητούν να παραπλανήσουν τους ζωντανούς λέγοντας ψέματα.

Μια απόδειξη του παραπάνω είναι ότι τα πνεύματα αυτά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα για τους ανθρώπους που τα προσκαλούν. Αλλά και ότι, σε μέρη όπου γίνονται κατ’ εξακολούθησιν τέτοιες επικλήσεις, συσσωρεύεται σκοτεινή ενέργεια που κάποια στιγμή εκβάλλει στις ζωές των ανθρώπων.

Για τις περιπτώσεις αυτές η διδασκαλία της Εκκλησίας και η πείρα των χριστιανών λέει τα εξής:

α) Όταν ο άνθρωπος εντάξει τον εαυτό του και τη ζωή του στο παγκόσμιο «Σώμα του Χριστού», την Εκκλησία, και λάβει τη χάρη του Θεού μέσα από το άγιο βάπτισμα, τα ιερά μυστήρια και τη χριστιανική ζωή (ζωή που δεν περιέχει μόνο συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετές, αλλά και αγάπη προς το συνάνθρωπο και ιδιαίτερα τη συγχώρηση των εχθρών μας), τότε μπορεί με τη βοήθεια του Θεού να νικήσει τις κακοποιές πνευματικές δυνάμεις και να εκτοπίσει την επιρροή τους από τη ζωή του και τη ζωή των δικών του.

β) Υπάρχουν ειδικές πνευματικές άμυνες της Εκκλησίας για το σκοπό αυτό, όπως η θερμή προσευχή με την επίκληση του Ιησού Χριστού, η τοποθέτηση του σταυρού (διά του οποίου ο Χριστός νίκησε το θάνατο) στον τόπο με την κακή ενέργεια, η τέλεση ειδικών τελετών, όπως ο εξορκισμός, ο αγιασμός (ευλογία νερού και στη συνέχεια ραντισμός με αυτό), το ευχέλαιο (αγιασμένο λάδι) κ.λ.π. Όλα αυτά όμως δεν είναι «μαγικά», ώστε να τα πράξουμε και να έχουν αυτόματο αποτέλεσμα. Πρέπει να τα εντάξουμε στη σωστή σχέση με το Θεό: είναι παρακλήσεις προς το Θεό να έρθει αυτοπροσώπως και να βοηθήσει, και αυτό θα το κάνει όταν εμείς θα είμαστε πνευματικά έτοιμοι να δεχτούμε τη θεραπευτική και σωτήρια άκτιστη χάρη Του. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε υπομονή, επιμονή, εμπιστοσύνη στο Θεό και, ακόμη, μετάνοια για τα ελαττώματα που σίγουρα έχουμε, και να Του ζητάμε όχι μόνο να μας βοηθήσει αλλά και να μας συγχωρήσει για ό,τι πράττουμε, αισθανόμαστε ή σκεφτόμαστε ενάντια στο φιλάνθρωπο θέλημά Του.

Σκοπός της Εκκλησίας, των χριστιανών ιερέων και των χριστιανικών τελετών δεν είναι να εξυπηρετήσουν επίγειες ανάγκες των ανθρώπων (όπως να εξορκίσουν τις κακές πνευματικές δυνάμεις από τη ζωή μας). Σκοπός τους είναι να μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε το Θεό και να οδηγηθούμε στην αιώνια ζωή κοντά Του, που είναι ο παράδεισος. Μέσα στα πλαίσια αυτού του σκοπού όμως δίνεται και η βοήθεια όλων των παραπάνω στα επίγεια προβλήματά μας, αφού κι αυτά συχνά εμποδίζουν τη σωτηρία μας.

Κλείνω αυτή την αναφορά, υπενθυμίζοντας ότι όλα τα πνεύματα είναι λιγότερο δυνατά από το Χριστό (αφού Εκείνος τα δημιούργησε, κι αυτά στη συνέχεια επέλεξαν αν θέλουν να είναι καλά [άγιοι άγγελοι] ή κακά) και πιο δυνατά από τους ανθρώπους. Έτσι, η ένωση του ανθρώπου με το Χριστό είναι η κατάλληλη συμμαχία για την προστασία του ανθρώπου από κάθε κακοποιό πνευματική δύναμη.


Ο χαιρετισμός του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ (1833).

Το παρόν γράφτηκε και μεταφράστηκε στα αγγλικά για τις ανάγκες της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ταϊβάν (http://theological.asia). Για την ιεραποστολή σε αυτή τη χώρα βλ. το ιστολόγιο asian-aroma.com.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ 

Επιμέλεια-Υποσημειώσεις: Σοφία Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση


Τι σημαίνει ότι οι ψυχές είναι αθάνατες;


Φυσικά ο μόνος που μπορεί να απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση είναι η Εκκλησία που περιλαμβάνει όλη την Αλήθεια. Η Αγία Γραφή το λέει καθαρά. Εκείνο που δίνει απροσμέτρητη αξία στον άνθρωπο είναι η αθάνατη ψυχή.

Χάρη σ’ αυτήν ονομάσθηκε ο άνθρωπος βασιλιάς της κτίσεως, παιδί του Θεού, προορισμένος να ζήσει στην αιωνιότητα και να κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών. Γι’ αυτή την ψυχή, τον ατίμητο θησαυρό, μιλούσε ο Κύριος και έλεγε: «Τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμον, αλλά ζημιωθεί την ψυχή του;» (Ματθ. ιστ΄ 26).

Οι αναφορές της Αγίας Γραφής στην αθανασία της ψυχής και τη μετά θάνατο ζωή είναι αναρίθμητες. Νομίζουμε πως αρκεί να δούμε τι λέει το τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής για αυτό το θέμα: « Είδα κάτω από το ουράνιο θυσιαστήριο τις ψυχές εκείνων, που είχαν σφαγεί για το λόγο του Θεού και για την πίστη στο Χριστό… Και δόθηκε στον καθένα απ’ αυτούς στολή λευκή και τους ειπώθηκε να ξεκουραστούν ακόμη λίγο καιρό, μέχρι να ολοκληρώσουν και οι σύνδουλοί τους στη γη και οι αδελφοί τους που πρόκειται να σκοτωθούν όπως και αυτοί» (Αποκ. στ΄ 11). Είναι φανερό ότι αναφέρεται σε ψυχές ζωντανές και με πλήρη συνείδηση, που ζουν και επικοινωνούν μεταξύ τους.

Παρόμοιες αλήθειες εκφράζουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Η ψυχή, κατά το Μ. Αθανάσιο, είναι αυθυπόστατη και αυτοκίνητη. Αυτή κινεί το σώμα και η ίδια δεν κινείται από άλλη δύναμη. Επομένως αφού η ψυχή κινείται μόνη της και μετά την εκδημία της από το σώμα, μπορεί να κινείται με τις δικές της δυνάμεις. Διότι δεν είναι η ψυχή που πεθαίνει, αλλά επειδή αυτή αναχωρεί, πεθαίνει το σώμα. Αν το υλικό σώμα διαλύεται μετά το χωρισμό του από την ψυχή, όμως δεν ισχύει το ίδιο και για την πνευματική φύση της ψυχής. Αυτή εξακολουθεί να ζει.

Η διδασκαλία του Χριστιανισμού είναι ξεκάθαρη. ΤΙ άλλο μαρτυρεί η υπόσχεση του Χριστού στο μετανοημένο ληστή πάνω στο σταυρό; «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Συνδέει τη μία ζωή με την άλλη χωρίς να μεσολαβεί τίποτε. Ο ληστής ζήτησε από τον Κύριο να τον θυμηθεί. Και ο Χριστός του παραχωρεί θέση μαζί Του στον Παράδεισο. Και του την παραχωρεί όχι στο απώτερο μέλλον, αλλά στο άμεσο παρόν, σήμερα πριν ο ήλιος δύσει.

Η ψυχή, λοιπόν, του πιστού, ευθύς μετά την εκδημία, μεταφέρεται σε τόπο όπου είναι ο Χριστός. Και όλα αυτά με πλήρη συνείδηση και εγρήγορση. Πώς αλλιώς θα ερμηνεύσουμε την επιθυμία του αποστόλου Παύλου, «επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με το Χριστό» (Φιλ. α΄ 23). Η άμεση αυτή κοινωνία και επικοινωνία των ψυχών με το Χριστό είναι γι’ αυτές πηγή χαράς, ειρήνης, αναπαύσεως.
Προαπολαμβάνουν πνευματικά αγαθά, έως ότου αναστηθούν και τα σώματα άφθαρτα, για να συναπολαύσουν «ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν αναθρώπου ουκ ανέβη…» (Α' Κορ. β' 9)

Βρίσκονται επομένως μακριά από τη χριστιανική διδασκαλία, όσοι νομίζουν ότι οι ψυχές φθείρονται ή εξαφανίζονται ή κοιμούνται ή ναρκώνονται ή μετασαρκώνονται μετά την εκδημία. Οι ψυχές και μετά το θάνατο του σώματος εξακολουθούν να ζουν, να αισθάνονται, να γνωρίζουν και να αναγνωρίζουν με πλήρη αυτοσυνειδησία.+
Από το περιοδικό Περιοδικό «Η Δράση μας»

τονισμοί-συνδέσεις: Αέναη επΑνάσταση

«Πως εκδικούνται οι νεκροί» - Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς


Γράμμα του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς σε μια κυρία·

«Μου γράφεις πως κάτι σε αναστατώνει στον ύπνο. Τρία παιδιά εμφανίζονται μόλις κλείσεις τα μάτια και γελούν μαζί σου, σε κοροϊδεύουν, σε απειλούν και σε τρομάζουν.

Πήγες, είπες, σε έξυπνους ανθρώπους και έψαχνες φάρμακο. Εκείνοι σου είπαν: «Δεν είναι τίποτα»!

Εσύ τους είπες: «Αφού δεν είναι τίποτα διώξτε αυτό το τέρας από μένα! Μα, μπορεί να μην είναι τίποτα εκείνο που δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω ήδη έξι μήνες»; Και εκείνοι σου απάντησαν: «Άλλαξε αέρα, πήγαινε σε χαρούμενες παρέες, να τρέφεσαι καλύτερα. Αυτό είναι απλή υποχονδρία».

Ξέρω, αδελφή, τέτοιους «έξυπνους». Αυτοί έπιασαν στο στόμα τους έτσι μερικές λέξεις όπως «υποχονδρία», «τηλεπάθεια», «αυθυποβολή», με τις οποίες προσπερνούν την αδιαμφισβήτητη πνευματική πραγματικότητα και σε καθημερινή βάση μιλούν στον αέρα, με ελαφρότητα και άγνοια σαν να μιλά το κρασί.

Εγώ πιστεύω ότι αυτά τα τρία παιδιά που εμφανίζονται είναι τα ίδια εκείνα τρία δικά σου παιδιά που εσύ κατά την προσωπική σου ομολογία νέκρωσες πριν ο λαμπερός ήλιος τα φιλήσει ζωντανά. Και αυτά τώρα σε εκδικούνται. Και η εκδίκηση των νεκρών είναι πολύ φρικαλέα!

Επειδή εσύ αυτοαποκαλείσαι διαβασμένη γυναίκα, θα σου μιλήσω από τα βιβλία. Από το βιβλία θα θυμηθείς τον Μάκβεθ ή πώς το πνεύμα ενός νεκρού ανθρώπου σκότωσε τον Άγγλο βασιλιά. Διάβασες οπωσδήποτε πως ο βασιλιάς Βλάδισλαβ, δολοφόνος του βασιλιά Βλαδίμηρου, δολοφονήθηκε από το πνεύμα του Βλαδίμηρου.

Όμως ίσως διάβασες για την ακόλουθη περίπτωση. Ο Βυζαντινός βασιλιάς Κώνστας είχε αδελφό τον Θεοδόσιο, τον οποίο δεν αγαπούσε, επειδή φοβόταν να μην τον ρίξει από τον θρόνο. Γι’ αυτό ο Κώνστας ανάγκασε τον Θεοδόσιο να γίνει διάκονος. Αλλά ο φόβος δεν άφηνε τον βασιλιά ούτε τότε.

Τελικά ο βασιλιάς αποφάσισε να εγκληματήσει. Κανόνισε ώστε να σκοτώσουν τον Θεοδόσιο. Όταν πέτυχε τον δόλιο σκοπό του ανέπνευσε η ψυχή του νομίζοντας ότι για πάντα ελευθερώθηκε από τον αντίπαλό του.

Όμως ο αδαής δεν φαντάστηκε ότι οι νεκροί είναι πιο δυνατοί από τους ζωντανούς και ότι εκείνος που σκοτώνει αθώο άνθρωπο στην πραγματικότητα δεν νικά αλλά παραδίδει τα όπλα μπροστά στον νεκρό. Μετά από αυτό μια νύχτα ο δολοφονημένος διάκονος Θεοδόσιος εμφανίστηκε στον αδελφό του, τον βασιλιά, με ένα ποτήρι αίμα που άχνιζε και φώναξε με φοβερή φωνή: «Πιες αδελφέ»!

Ο βασιλιάς αναπήδησε, ξεσήκωσε όλο το παλάτι όμως κανένας δεν ήξερε να του πει τίποτα.

Μια άλλη νύχτα επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή: Ο διάκονος με ένα ποτήρι αίμα και τη φρικτή κραυγή: «Πιες αδελφέ»!

Ο βασιλιάς ξεσήκωσε όλη την Κωνσταντινούπολη, όμως όλοι τον χάζευαν όπως εσένα εκείνοι οι έξυπνοι που σε στέλνουν στον καθαρό αέρα και την καλύτερη κουζίνα. Πάλι μια νύχτα επαναλήφθηκε το ίδιο. Τελικά ο βασιλιάς Κώνστας βρέθηκε ξαφνικά ένα πρωί νεκρός στο κρεβάτι του.

Διαβάζεις την Αγία Γραφή; Εκεί έχουν ειπωθεί όλα, όλα έχουν εξηγηθεί, πώς και γιατί οι νεκροί εκδικούνται τους ζωντανούς. Διάβασε άλλη μια φορά για τον Κάιν ο οποίος λόγω της δολοφονίας του αδελφού του πουθενά και ποτέ δεν έβρισκε ειρήνη.

Διάβασε πώς το πνεύμα του προσβεβλημένου Σαμουήλ εκδικείτο τον Σαούλ. Και πώς ο καημένος ο Δαβίδ φρικτά βασανιζόταν, χρόνια και χρόνια, λόγω της δολοφονίας του Ούριε. Και ακόμα θα βρεις χιλιάδες και χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις από τον Κάιν έως εσένα. Και θα καταλάβεις τι σε βασανίζει και γιατί. Θα καταλάβεις ότι ο κόσμος των δολοφονημένων είναι πιο δυνατός από τους δολοφόνους τους και εκδικείται φοβερά.

Πρώτα κατάλαβε αυτό και κατανόησέ το. Ύστερα κάνε ό,τι μπορείς για τα σκοτωμένα παιδιά σου.

Και ο ελεήμων Θεός, στον Οποίο δεν υπάρχουν νεκροί, θα σε συγχωρήσει και θα σου χαρίσει ειρήνη. Και όσο για όλα εκείνα που πρέπει να πράξεις ρώτησε την Εκκλησία. Οι ιερείς τα ξέρουν

Ο Θεός να σε ελεήσει.

πηγή: «Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται.»,
Ιεραποστολικές επιστολές Α’, εκδόσεις “Εν πλΩ

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

Επιμέλεια αφιερώματος: Σοφία Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση

«Μία ερώτηση ακόμα, πάτερ Μάξιμε», είπε ο Γιάννης. «Όταν η ψυχή διαχωρίζεται από το σώμα, αυτή που θα βρίσκεται μέχρι την τελική Ανάσταση; Τι θα κάνει; Εξελίσσεται, ή παραμένει, ας πούμε, σε μια κατάσταση βαθέος ύπνου;»

«Άλλη μία λογική ερώτηση! Δυστυχώς, δεν μπορεί να απαντηθεί με τη λογική. Η έννοια του χώρου ανήκει στον υλικό κόσμο.

Έτσι το ερώτημα “πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση” μπορεί να απαντηθεί μόνο με αυτό τον τρόπο: “Θα είναι στον κόσμο των πνευμάτων όπως και οι άγγελοι”. Είναι ένας κόσμος πέρα από το χώρο και το χρόνο. Εδώ μιλάμε για έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο, μία ριζικά διαφορετική διάσταση, που είναι πέρα από την ικανότητα μας να τη γνωρίσουμε -να μη γνωρίσουμε με τη λογική, δηλαδή. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με Λόγια αυτό τον κόσμο που βρίσκεται πέρα από το χώρο και το χρόνο. Ταυτόχρονα, σ’ αυτή την περίοδο της αναμονής, υπάρχει, θα Λέγαμε, μία εξελικτική πορεία της ψυχής προς τον Θεό. Πρόκειται για μία δυναμική πορεία, καθώς η ψυχή προχωρεί προς το μεγαλείο του Θεού».

«Έτσι, η ψυχή συνεχίζει να αναπτύσσεται», είπα. «Δεν βρίσκεται εν υπνώσει, σε κάποια κατάσταση “συντήρησης” περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία».

«Σωστά. Αυτό λένε οι άγιοι πατέρες. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν η ψυχή βρισκόταν σε κατάσταση αδράνειας ή στάσης, τότε σε κάποια φάση θα αισθανόταν κόπωση και ανία στην ενατένιση του Θεού, ανεξάρτητα από το πόσο καλός και ωραίος είναι ο Θεός. Όταν είμαστε συνεχώς συγκεντρωμένοι σε κάτι χωρίς αλλαγή, αναπόφευκτα δημιουργείται κόπωση και έλλειψη ενδιαφέροντος. Ο άνθρωπος όμως προχωρεί σε μία δυναμική πορεία προς έναν Θεό που είναι άπειρος. 

Η ζωή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό τον άπειρο “χώρο” του Θεού είναι μία συνεχής και αδιάλειπτη κίνηση που οδηγεί, για να το πούμε έτσι, από τη μία έκπληξη στην άλλη, καθώς της αποκαλύπτεται το μεγαλείο του Θεού. Γι' αυτό οι άγιοι, όπως και οι άγγελοι, δοξάζουν ακατάπαυστα τον Θεό, γιατί παρακολουθούν συνεχώς το μεγαλείο της αγάπης Του καθώς ξετυλίγεται μέσα στην καρδιά τους. Έτσι, και πάλι έχουμε να κάνουμε με μία εξελικτική κίνηση μέσα στο άπειρο μεγαλείο του Θεού. Δεν είναι μία στατική κατάσταση που προκαλεί ανία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μία στάση».

«Τι σημαίνει αυτό το παράδοξο;» ρώτησα.

«Είναι εξέλιξη και στάση ταυτόχρονα, Κυριάκο», απάντησε ο πατήρ Μάξιμος. «Ενώ στέκεσαι ενώπιον του Θεού κινείσαι προς τον Θεό• και αντίστροφα». «Δεν μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή είναι τοποθετημένη σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σε μία προκαθορισμένη και σταθερή τρόπον τινά θέση, γιατί, όπως ήδη ανέφερα, αυτό θα σήμαινε κορεσμό και ανία. Ταυτόχρονα, η ψυχή βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση διαρκούς πορείας».

«Αν ισχύει αυτό για τον κόσμο, φανταστείτε σε ποσό μεγαλύτερο βαθμό ισχύει για την επιδίωξη της γνώσης του Θεού», πρόσθεσε ο πατήρ Μάξιμος. 

«Γι’ αυτό, ο Απόστολος Παύλος μας έδωσε αυτά τα λόγια, ότι ο δρόμος μας προς τον Θεό προχωρεί από δόξα σε δόξα και από έκπληξη σε έκπληξη, σε μία διαδικασία που δεν τελειώνει ποτέ. Επομένως, ο άνθρωπος μετά το θάνατο συνεχίζει να διατηρεί τις δυνάμεις της συνειδητότητάς του, και μπορεί να συνεχίσει να επικοινωνεί με τον Θεό. Δεν εννοώ ότι η ψυχή θα προσεύχεται στον Θεό ζητώντας αυτό ή εκείνο το αντικείμενο, ή αυτή ή εκείνη τη χάρη. 

Όταν λέω προσευχή, εννοώ την ενέργεια που ενώνει τους ανθρώπους με τον Θεό. Με αυτό το είδος προσευχής, οι νεκροί μπορούν να επικοινωνούν με ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή, με τον ίδιο τρόπο που επικοινωνούμε και προσευχόμαστε για τις ψυχές των νεκρών. Γι’ αυτό έχουμε τα μνημόσυνα. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με εκείνους που έχουν φύγει ήδη για το μεγάλο ταξίδι».
Απόσπασμα από το βιβλίο Δώρα της Ερήμου, Gifts of the Desert, 
Κυριάκου Μαρκίδη, καθηγητή Κοινωνιολογίας του Μέιν, εκδόσεις Διόπτρα

Ο στάρετς Στέργιος για τους κεκοιμημένους

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

Παράλληλα, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο πατήρ Σέργιος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα προκείμενου να βοηθήσει το ποίμνιο που ο Θεός του εμπιστεύθηκε. Διέσχιζε ασταμάτητα το Παρίσι και τα προάστια με σκοπό να επισκεφθεί αρρώστους και ηλικιωμένους, να βοηθήσει απόκληρους, να παρηγορήσει θλιμμένους, να προπέμψει ετοιμοθάνατους.

Ανταποκρινόταν πάντοτε σε εκείνους που, σε οποιαδήποτε περίσταση, επιζητούσαν την παρουσία του, ας συμβουλές του και την προσευχή του. Έκανε τα πάντα για όλους και ήταν εξ ολοκλήρου διαθέσιμος, αφιερώνοντας στους άλλους τον χρόνο του χωρίς ποτέ να τον υπολογίζει. Έμενε στο σπίτι του μόνο όταν έπρεπε να απαντήσει στα πολυάριθμα γράμματα που του έστελναν ή για να συνομιλήσει στο τηλέφωνο επί ώρες με όλους εκείνους που, απ’ τη Γαλλία και το εξωτερικό, ζητούσαν τη βοήθεια του.

Αυτή την αγάπη προς τον πλησίον ο πατήρ Σέργιος την εκδήλωνε και προς εκείνους που είχαν εγκαταλείψει τον παρόντα κόσμο: η προσευχή για τους κεκοιμημένους κατείχε ιδιαίτερη θέση τόσο μέσα στη ζωή του ως μοναχοί), όσο και στη δραστηριότητα του ως ιερωμένου. 0 μεγάλος αριθμός των κεκοιμημένων που ήθελε να μνημονεύει κατά τη Λειτουργία της Κυριακής, είχε ως αποτέλεσμα η Προσκομιδή να ξεκινά γύρω στις οκτώ και μισή, και η Λειτουργία μετά τις έντεκα. 

Επιπλέον, κατά τις ημέρες που η Εκκλησία ιδιαίτερα μνημονεύει τους κεκοιμημένους, οι ακολουθίες διαρκούσαν πάντοτε περισσότερο στον ναό της Vanves, καθώς ο πατήρ Σέργιος συνήθιζε να διαβάζει από διάφορα φύλλα χαρτιού -κιτρινισμένα τα περισσότερα από την πολυκαιρία, και σχεδόν κατεστραμμένα από την πολυχρησία -ολόκληρες λίστες με ονόματα όχι μόνο οικείων του ή προσφάτως τεθνεώτων, αλλά και όλων των αποθανόντων ενοριτών από την αρχή ακόμη της συστάσεως της ενορίας, καθώς και ανθρώπων που γνώριζε από αλλού και οι οποίοι είχαν αποβιώσει. Έτσι, χιλιάδες ήταν αυτοί που μνημόνευε ο πατήρ Σέργιος και για τους οποίους επικαλούνταν τη λυτρωτική Χάρη του ελεήμονος Θεού.

Πράγματι, για τον πατέρα Σέργιο οι νεκροί ήταν πάντοτε παρόντες, και δεν υπήρχε καμιά ασυνέχεια ανάμεσα στον κόσμο των ζώντων και τον κόσμο των κεκοιμημένων. Όλοι, ζώντες και τεθνεώτες, βρίσκονται ταυτόχρονα μέσα στην Εκκλησία, που υπερβαίνει τον χρόνο, γιατί αποτελούν ζωντανά μέλη του Σώματος Εκείνου που είναι η Αιώνια Ζωή. Όλοι τους αξίζουν την ίδια προσοχή και την ίδια αγάπη…

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο στάρετς Στέργιος»
του Jean- Claude Larchet, Εκδόσεις Ακρίτας

Η μνημόνευση των νεκρών, οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

…Ρωτάτε, γιατί μνημονεύουμε τους «κεκοιμημένους». Γιατί έτσι διδαχθήκαμε από την αγία Εκκλησία μας. Γιατί έτσι παραλάβαμε από τους θεοφώτιστους και πνευματοφόρους πατέρες μας. Γιατί έτσι γινόταν και γίνεται σε όλους τους χριστιανικούς αιώνες, από την αποστολική εποχή μέχρι σήμερα.…

Όσο για κείνον τον φιλοτάραχο, που όλο τέτοια θέματα σκαλίζει, πέστε του θαρρετά: Άκου, ανόητε! Οι νεκροί ζουν! Και η επικοινωνίας μας μαζί τους δεν έχει διακοπεί! Δεν προσευχόμαστε αδιάκριτα για όλους τους ζωντανούς αδελφούς μας χριστιανούς, ανεξάρτητα από την αρετή ή την κακία τους; Ε, λοιπόν, έτσι προσευχόμαστε και για όλους τους «κεκοιμημένους», ανεξάρτητα από το αν συναριθμήθηκαν – ΚΑΤΙ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΕΜΑΣ -με τους δίκαιους ή τους άδικους. 


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. Πριν την τελική κρίση, όσο ακόμα δεν έχουν χωριστεί τα <πρόβατα> από τα <ερίφια> (Ματθ, 25:33), όλοι οι πιστοί, ζωντανοί και <κεκοιμημένοι> αποτελούμε ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Και όλοι, ως μέλη του Σώματος του Χριστού, επικοινωνούμε αγαπητικά. Ο θάνατος δεν μας χωρίζει!

Σε τι τους ωφελούν οι προσευχές μας, αφού έχει «ήδη αποφασιστεί» η κατάταξή τους είτε στον παράδεισο είτε στην κόλαση; αναρωτιέστε. Αλλά μέχρι τη γενική κρίση, ο κολασμός μιας ψυχής δεν είναι οριστικά αποφασισμένος. Ώσπου να αποφανθεί τότε ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΑ ο μόνος Κριτής, κανέναν δεν μπορούμε να θεωρούμε τελειωτικά καταδικασμένο. Γι' αυτό, ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΙΡΗ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΝΑ ΕΛΕΗΣΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΣΕΒΕΙΑ.


Ρωτάτε: επιτρέπεται η μνημόνευση (στη Θεία Λειτουργία ή σε παρακλήσεις ή με τρισάγια και μνημόσυνα) των αλλοπίστων και των αιρετικών; Η απάντηση είναι: ΟΧΙ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τους γνωρίζει, αφού δεν έγιναν ποτέ μέλη της (ή αρνήθηκαν την Ορθόδοξη πίστη και ξεβαπτίστηκαν, με το ενταχθούν ή να συμμετάσχουν σε αιρετικές ή παραθρησκευτικές ομάδες), και γι’αυτό δεν τους μνημονεύει.
Βέβαια, προσεύχεται γενικά για την επιστροφή εκείνων που είναι ακόμα ζωντανοί.

Μπορούμε, όμως, στην ατομική μας προσευχή, να παρακαλάμε το Θεό για τη σωτηρία επωνύμων, συγγενών και γνωστών, αλλοπίστων, ετεροδόξων, αθέων κλπ.

Χειραγωγία στην πνευματική ζωή, του Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2006, έκδοση έβδομη (7η) Η μνημόνευση των νεκρών, οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, σελ 78-79

Ο θάνατος είναι αποχωρισμός για λίγα χρόνια
Γέροντος Παΐσίου

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση».

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο. 
Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. 
Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.

Η μετά θάνατον ζωή - Οι υπόδικοι νεκροί

- Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;

- Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;

- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής;

- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;

- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; 

Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.

Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή

Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.

- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;

- Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.

Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».

- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;

- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;

- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;

- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.

- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;

- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». 
Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.

Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους

Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό

Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.

Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.

Από το βιβλίο: «Οι δοκιμασίες στη ζωή μας» Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002

Επιμέλεια αφιερώματος: Σοφία Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση

Άγχος και πνευματική ζωή

Η βασιλεία του Θεού έχει πόρτα χαμηλή. 
Για να μπεις πρέπει ή να είσαι παιδί ή να σκύψεις. (Άγιος Αυγουστίνος)

Ένα ψυχωφελές απόσπασμα για την καθημερινή μας ζωή θα διαβάσουμε σήμερα στο ιστολόγιό μας αγαπητοί αναγνώστες, από την ομιλία του πατρός Αντωνίου Στυλιανάκη στην επιστημονική διημερίδα «Ο Ορθόδοξος Χριστιανός στην εποχή του άγχους» του τομέως Επιστημόνων του παραρτήματος Θεσσαλονίκης.

. ✿⋰⋱☆⋰⋱★⋰⋱✿ . .

«Μπορεί η ίδια η πνευματική ζωή να δημιουργήσει με κάποιο τρόπο άγχος σε έναν άνθρωπο;

Ναι, όταν προσπαθεί να συνδυάσει τα κοσμικά με τα πνευματικά! Ας ακούσουμε τι λέει ο γέροντας Παΐσιος:
«Όσο μπορείτε στις δουλειές σας καρδιά να μη δίνετε. Χέρια, μυαλό να δίνετε. Καρδιά να μη δίνετε σε χαμένα, σε άχρηστα πράγματα. Γιατί μετά πώς θα σκιρτήσει η καρδιά για το Χριστό; Όταν η καρδιά είναι στο Χριστό τότε αγιάζονται και οι δουλειές, υπάρχει και η εσωτερική ψυχική ξεκούραση συνέχεια και νιώθει κανείς την πραγματική χαρά. Να αξιοποιείτε την καρδιά σας, να μην τη σπαταλάτε.» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Α΄ σ.191)

Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αναλίσκεται σε υλικά πράγματα και να προσκολλάται η καρδιά του σ’ αυτά, αλλά ει δυνατόν να ξοδεύει την καρδιά του μόνο για το Θεό (Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος σου… είπε ο Θεός). Και αυτό αφορά είτε τις χαρές είτε τις λύπες που μας περιστοιχίζουν και μας καταβροχθίζουν.

Όσο μεγάλη χαρά και να έχεις για κάτι δεν μπορεί αυτό να σε διαπεράσει, αν δεν έχει πνευματική χροιά και υπόσταση και συμφέρον. Διαφορετικά έχεις διαποτιστεί από το υλικό φρόνημα.

Άλλη περίπτωση είναι όταν αμαρτάνει κανείς και δε μετανοεί ολοκληρωτικά, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να λειτουργεί σωστά η συνείδησή του. Πολύ περισσότερο όταν κάνει αμαρτήματα εκ προθέσεως και εκ προμελέτης. Μπορεί λοιπόν να υπάρξουν και καθαρά πνευματικοί παράγοντες άγχους. Θέλεις –ας πούμε- να είσαι συνεπής με το θέλημα του Θεού, αλλά θεωρείς ότι δύσκολα τα βγάζεις πέρα και αναγκάζεσαι να κάνεις οικογενειακό προγραμματισμό, όπως οι κοσμικοί!

Θέλεις να είσαι καλός χριστιανός, αλλά κλέβεις – «όπως όλοι» λες – στις επαγγελματικές δοσοληψίες με αποτέλεσμα όμως αυτό να σου δημιουργεί ανασφάλεια και άγχος. Διότι όσο και αν συμβιβαστεί κανείς με τη συνείδησή του, δεν παύει να νιώθει ότι έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα του Θεού.

Με πολύ όμορφο πραγματικά τρόπο ο γέροντας Παΐσιος μιλάει για τα λεγόμενα απωθημένα της συνείδησης (με τη χαριτωμένη έκφραση «καπακωμένη συνείδηση»!) και μάλιστα τα απωθημένα στην πνευματική ζωή, όταν δεν έχουν σβηστεί από τη χάρη της εξομολόγησης.

«Αν βλέπεις ότι δεν έχεις γαλήνη, αλλά στεναχώρια, να ξέρεις ότι υπάρχει μέσα σου κάτι ατακτοποίητο και πρέπει να το βρεις, για να το διορθώσεις. Κάνεις ας υποθέσουμε ένα σφάλμα, στεναχωριέσαι, αλλά δεν το εξομολογείσαι. Σου συμβαίνει μετά ένα ευχάριστο γεγονός και νιώθεις χαρά. Αυτή η χαρά σκεπάζει τη στεναχώρια για το σφάλμα σου και σιγά-σιγά το ξεχνάς, δεν το βλέπεις επειδή καπακώθηκε από τη χαρά. Αλλά εκείνο εσωτερικά δουλεύει…» (Γ.Π., Λόγοι Γ΄ σ.128)

Και πιο κάτω λέει ο γέροντας πως δημιουργείται μια λανθασμένη συνείδηση. Όταν ο άνθρωπος αναπαύει το λογισμό του και δικαιολογεί τα σφάλματά του, λόγω του ότι έχει εγωισμό. Ενώ όταν δεν έχει εμπιστοσύνη στο λογισμό του και ρωτάει τον πνευματικό, τότε βρίσκει θεϊκή παρηγοριά. Επίσης, όταν λειτουργεί χρησιμοποιώντας το ψέμα, τότε σκαρτίζει τη συνείδησή του και δε βρίσκει ανάπαυση. Ενώ η ορθή συνείδηση, όταν ο άνθρωπος είναι τακτοποιημένος ενώπιον του Θεού, μας πληροφορεί σωστά.

Είναι δυνατόν όμως το άγχος αυτό να οφείλεται και σε άλλους πνευματικούς παράγοντες όπως άγνοια ή παρεξήγηση της πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα όταν ένας χριστιανός αγωνίζεται να είναι καλός και συνεπής στα καθήκοντά του και ξεχάσει ότι η σωτηρία μας έχει δοθεί δωρεάν από το Χριστό και δεν εξαρτάται από τα δικά μας έργα (πρβ. Ρωμ. 3, 28)! [...]

Άλλες πνευματικές περιπτώσεις άγχους

Όταν σε συκοφαντούν ή σε αδικούν
και εσύ αδημονείς να απολογηθείς, να αποκατασταθείς, να απαντήσεις, να εκδικηθείς καμιά φορά, τότε είσαι γεμάτος άγχος και ταραχή. Πρόκειται φυσικά για παθολογική κατάσταση στην οποία ασφαλώς έχει μερίδιο και ο πονηρός που σπρώχνει προς τα εκεί που φυσάει ο ούριος άνεμος, για να καταποντίσει το πλοίο! Όλα αυτά όμως δεν αρμόζουν σε χριστιανό όπως τονίζει ο Μέγας Μακάριος. Όταν όμως σκεφτείς όπως σου ζητάει ο Χριστός, με μακροθυμία, με συγχωρητικότητα, με αγάπη, τότε δεν έχεις τίποτε από όλα αυτά, αντίθετα παίρνεις ουράνιο μισθό και στο τέλος παίρνεις και μια άρρητη χαρά και ικανοποίηση από την ευλογία του Θεού, από τα δώρα του Αγίου Πνεύματος.

Δεν πρέπει έπειτα να παραβαίνουμε οποιαδήποτε εντολή του Θεού, διότι αυτό μας δημιουργεί εύλογα μια εσωτερική πνευματική σύγκρουση με τη συνείδησή μας και αυξάνει το άγχος.

Λέει ο αββάς Ισίδωρος ότι το φοβερότερο από τα πάθη είναι το να ακολουθεί κανείς την καρδιά του. Αυτό στην αρχή μεν δείχνει ότι αναπαύει κάπως τον άνθρωπο, ύστερα όμως τον οδηγεί στην κατάθλιψη, επειδή αγνόησε το έργο της θείας οικονομίας και το δρόμο του Θεού για να τον ακολουθήσει (Μικρός Ευεργετινός σ.113).. Αντιμετώπιση θα είναι η πιστή εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Επίσης η τυπική αυτοεξέταση με βάση το θείο νόμο και η εξαγόρευση όλων των αμαρτιών μας. Όποια καθυστέρηση δημιουργείται είναι φυσικό να μας ενισχύει το άγχος και μπορεί να μας οδηγήσει ακόμη και σε μελαγχολία και απογοήτευση.

Η υπερηφάνεια μπορεί να μας γεμίσει με άγχος αφού μπαίνουμε σε έναν αγώνα υπερίσχυσης και διάκρισης (εκ του πονηρού) σε σχέση με τους άλλους. Να γίνουμε αρεστοί και δακτυλοδεικτούμενοι. Από την άλλη πληγωνόμαστε εύκολα από τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις, ακόμη και όταν απλώς διαφωνεί κάποιος μαζί μας.

Η ταπείνωση όμως μας απαλλάσσει από το άγχος σε οποιαδήποτε περίπτωση. Μας διαβεβαιώνει ρητά ο Χριστός: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Το λέει ξεκάθαρα ότι θα βρείτε ανάπαυση και ηρεμία στην ψυχή σας.

Άλλη μια περίπτωση που μπορεί να σε γεμίζει άγχος και ταραχή είναι ο φανατισμός. Ο φανατικός δε φτάνει ποτέ στην ειρήνη του νου και στη χαρά λέει ο αββάς Ισαάκ (Μικρός Ευεργετινός σ.215). Ο φανατισμός είναι ασθένεια της ψυχής που οφείλεται στην πολλή άγνοια. Και καταλήγει: «Αν επιθυμείς να θεραπεύσεις τους αρρώστους, μάθε πως έχουν ανάγκη από ευσπλαχνία και φροντίδα και όχι από επιτίμηση».

Και ο αββάς Κασσιανός (Μικρός Ευεργετινός σ.319) παρατηρεί ότι το φοβερό πνεύμα της λύπης όταν κυριεύσει την ψυχή του ανθρώπου (ίσως και μέσα από μια υπερβολική αγχώδη κατάσταση όταν την αφήσουμε ανεξέλεγκτη) την εμποδίζει από κάθε αγαθή εργασία, από την προσευχή, από τα ιερά αναγνώσματα. Τέλος προκαλεί σύγχυση, παράλυση και απελπισία.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το πνευματικό άγχος, ταραχή και κατάθλιψη δεν είναι απλώς πιο έντονες συναισθηματικές ψυχολογικές διαταραχές, έστω κι αν εκδηλώνονται με τον ίδιο τρόπο (αφού ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής), αλλά σκοτισμός της ψυχής και απομάκρυνση από το Θεό. […]

Επίλογος

Δυστυχώς η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ανισόρροπη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, σε βάρος της πνευματικής καλλιέργειας του ατόμου. Διότι «πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται» κατά τον Πλάτωνα. Όπως είπε χαρακτηριστικά ένας διανοούμενος καθηγητής του περασμένου αιώνα, οι περασμένες γενιές χαρακτηρίστηκαν από την εμφάνιση ιδεολόγων άθεων, με ζωή όμως και αρχές που θα ζήλευε και ένας καλός χριστιανός!

Σήμερα κινδυνεύει τόσο η κοινωνία όσο και η εκκλησία μας, από «χριστιανούς» στην ταυτότητα αλλά υλιστές στο φρόνημα, αφού πιστεύουν στα λόγια (χριστιανοί κατ’ όνομα!), αλλά η ζωή και οι πράξεις των διαποτίζονται από το μοντέρνο πνεύμα του καταναλωτισμού, του ατομισμού και της επίδειξης που δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άκρατο υλισμό.

Για τον αληθινό πνευματικό άνθρωπο, η ελπίδα και πίστη στην αιώνια ζωή του δίνουν περιθώρια να αξιολογεί ως δευτερεύοντα τις ψευτοανέσεις και τον υπερκαταναλωτισμό της εποχής μας, άρα να έχει λιγότερη ανησυχία για τα καθημερινά. Του δίνουν την άνεση να αντικαθιστά τη μοντέρνα ανασφάλεια με την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης στη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, άρα να έχει περισσότερη ηρεμία.

Για τους άλλους; Τι σχέση μπορεί να έχει το καθημερινό άγχος με τις γενικότερες υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου; Από τη μια έχουμε την ψυχολογία και από την άλλη έχουμε την πνευματική ζωή… Μήπως συχνά ο άνθρωπος επιλέγει να είναι πάντοτε απασχολημένος και αγχωμένος από εξωτερικές αιτίες, για να αποφύγει τις εσωτερικές συγκρούσεις και προβληματισμούς; Είναι πιθανό. Μήπως τότε και η ευτυχία του αλλά και η ηρεμία του μοιάζουν με την καραμέλα που δίνει κάποιος σε ένα ορφανό παιδί, σαν ψεύτικη παρηγοριά, αντί να το υποστηρίξει συναισθηματικά με δυο καλές κουβέντες;

Πάντως τα αδιέξοδα στο παράλογο άγχος δε βρίσκονται μπροστά μας αλλά στο μυαλό μας. Η διέξοδος θα είναι να συζητάμε περισσότερο με τον εαυτό μας και με ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν, με τον πνευματικό μας. Να κοιταζόμαστε πιο συχνά στον καθρέφτη που είναι ο λόγος του Θεού.

Τι είμαστε άραγε; Ένα παραγωγικό ρομπότ που βγάζει χρήματα ή ένας άνθρωπος τον οποίο ήρθε να συναντήσει και να λυτρώσει ο ίδιος ο Θεός; Αυτός «όταν έρθει και κατοικήσει σε όλο το χώρο της ψυχής μας ο Χριστός, τότε φεύγουν όλα τα προβλήματα, όλες οι πλάνες, όλες οι στεναχώριες. Τότε φεύγει και η αμαρτία» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο γέροντα Πορφύριο σ.391).»

Το κείμενο από το περιοδικό “Η Δράση μας” Χριστιανική Φοιτητική Δράση www.xfd.gr.

Τονισμοί-επιμέλεια: Αέναη επΑνάσταση

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου Μελέτη Εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, Ιανουαρίου 1, 2011 — anaxoriti


εἰς τήν ὁποίαν χρεωστοῦμεν νά συγχαρῶμεν.
Α’. Μέ τόν ἀναστάντα Χριστόν.
Β’. Μέ τήν ἁγιωτάτην Μητέρα Του.
Γ’. Μέ τό σῶμα μας.
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι παρακινούμενοι ἡμεῖς ἀπό τόν προφήτην Δαυίδ ὅπου λέγει νά ἀγαλλώμεθα εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.«αὕτη ἡ ἡμέρα, ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ’ 23) ἔχομεν χρέος ἐν πρώτοις νά συγχαρῶμεν τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἰς τήν χαρμόσυνόν Του Ἀνάστασιν ἀπέκτησε πάλιν μέ κέρδος ἄπειρον ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶχε χάσει εἰς τό πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα εἶχε χάσει τότε: τήν χαράν, τήν ὡραιότητα, τήν τιμήν καί τήν ζωήν. Τώρα δέ ὅπου ἀνέστη ἀνέλαβε τήν ζωήν, ἀλλά τί λογῆς ζωήν; Μίαν ζωήν ὅπου ἐθανάτωσε τελείως τόν θάνατον καί διά τοῦτο θέλει εἶναι διά πάντα ζωή μοναχή, χωρίς νά φοβῆται νά λάβῃ ἄλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκ ἔτι ἀποθνήσκει.θάνατος αὐτοῦ οὐκ ἔτι κυριεύει» (Ρωμ. στ’ 9). Ἀνέλαβε τήν τιμήν καί ἐξουσίαν, ἐπειδή Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὅπου πρό ὀλίγου ἐλογίζετο ὀλιγώτερον παρά ἄνθρωπος καί ἐκαταφρονεῖτο χειρότερον παρά ἕνας σκώληξ, τώρα ἀνασταίνεται καί ἀρχίζει νά βασιλεύῃ ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ. Διά τοῦτο καί ἔλεγε μετά τήν Ἀνάστασιν.«ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Ἀνέλαβε τήν χαράν, ἐπειδή διερράγησαν πλέον τά μεσότοιχα ὅπου ἐκρατοῦσαν πρότερον ἐκεῖνο τό πέλαγος τῆς χαρᾶς εἰς μόνον τό ἀνώτερον μέρος τῆ ψυχῆς τοῦ Κυρίου καί τώρα, ὅλον τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς ἐκείνης ὅπου ἐκρατεῖτο τριαντατρεῖς χρόνους, ἔτρεξεν εἰς τό νά κατακλύσῃ τάς κατωτέρας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τά μέλη τοῦ Λυτρωτοῦ. Διά τοῦτο καί ὅταν ἀνέστη ἀπό τόν τάφον, ὁ πρῶτος λόγος ὅπου ἔβγαλεν ἀπό τό ἅγιον στόμα Του, ἦτο δηλωτικός ταύτης Του τῆς χαρᾶς: «καί ἰδού ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη’ 9). Ἀνέλαβε καί τήν ὡραιότητα καί τήν δόξαν, διότι Ἐκεῖνος ὅπου ἦτο χθές καί προχθές ἄμορφος, ἄδοξος, ἀνίδεος, τώρα ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡσάν ἕνας νυμφίος ἀπό τόν θάλαμόν του: ὅλος ὡραιότατος, ὅλος δεδοξασμένος, ὅλος ἡλιόμορφος, ἐπειδή ἡ χάρις καί ἡ δόξα τοῦ ἀναστηθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσον ὑπερβολική, ὅπου εἰς τόν οὐρανόν αὐτή θέλει εἶναι ἡ ἀνωτάτη μακαριότης τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί ὅλων τῶν αἰσθήσεών μας. Καί θέλει εἶναι ἀρκετή νά εἰδοποιήσῃ εἰς ὅλους τούς μακαρίους, τόσον ἀγγέλους ὅσον καί ἀνθρώπους ἕνα Παράδεισον, εἰς τόν ὁποῖον ἔχουν νά εὐφραίνωνται ἀχόρταστα εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Θέλεις νά τό καταλάβῃς καλλίτερα; Σχημάτισαι μέ τόν νοῦν σου ἕνα ἥλιον τόσον λαμπρόν, ὅπου μέ τό φῶς του νά σκεπάζῃ μυριάδας ἡλίους, καθώς καί οὗτος ὁ αἰσθητός ἥλιος σκεπάζει ὅλους τούς ἀστέρας. Τώρα ἕνας ἥλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ἤθελεν εἶναι ἕνα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος μέ τό ἔνδοξον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον μέ τήν ὑπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει τήν λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων τῶν Ἁγίων, ἀπό τά ὁποῖα τό κάθε ἕνα θέλει εἶναι λαμπρότερον ἀπό τοῦτον τόν ἥλιον, ὡς γέγραπται: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Ματθ. ιγ’ 43), ὅπου τό, «ὡς», δέν δηλοῖ ὁμοίωσιν, ἀλλ᾽ ὑπεροχήν, ἤγουν λάμψουσιν ὑπέρ τόν ἥλιον, καθώς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος καί αὕτη εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη καί ὡραιότης ὅπου ἐζητοῦσεν ὁ Χριστός μέ τόσην παρακάλεσιν ἀπό τόν οὐράνιόν του Πατέρα πρό τοῦ πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτῷ τῇ δόξῃ, ᾗ εἶχον πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοί» (Ἰω. ιζ’ 5). Μέ τά ὁποῖα λόγια δείχνει ὅτι ἐζήτει καί ἤθελε νά ἐξαπλωθῇ ἡ δόξα τῆς θεότητός Του διά νά δοξάσῃ πληρέστατα καί τήν ἀνθρωπότητά Του, ἐπειδή χωρίς αὐτήν τήν δόξαν καί ὡραιότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ δεκτικός τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος καί ἀκολούθως κᾀνένας δέν ἠδύνατο νά γίνῃ ποτέ μακάριος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐστάθη ὡσάν ἕνα μεθόριον ἀνάμεσα εἰς τόν Κτίστην καί εἰς τά λοιπά κτίσματα καί πέρνουσα αὐτή εἰς τόν ἑαυτόν της ὅλον τό πλήρωμα τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καί μακαριότητος τό συγκερνᾷ τρόπον τινά καί οὕτω διά μέσου ἑαυτῆς μεταδίδει τήν δόξαν ταύτην καί μακαριότητα εἰς ὅλους τούς μακαρίους ἀγγέλους τε καί ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ὄχι καθώς αὐτή τήν λαμβάνει ἀπό τόν Θεόν ἄκρατον, διότι εἶναι ἀδύνατον νά τήν δεχθῇ ἔτσι ἄκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.ἀλλά συγκεκραμένην καί μετριωτέραν διά νά γίνωνται ταύτης δεκτικοί οἱ μακάριοι τόσον οἱ ἄγγελοι ὅσον καί οἱ ἄνθρωποι.
Ὅτι μέν οὖν οἱ ἄγγελοι λαμβάνουσι τήν δόξαν καί μακαριότητα διά μέσου τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, μάρτυς ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ὅτι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων μετέχουσι τῆς τοῦ Ἰησοῦ φωτοδοσίας, ὄχι μέ εἰκόνας τινάς ἀλλά μέ πρώτην μετουσίαν τῆς γνώσεως, τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων1. Καί ὁ σοφός Θεοδώρητος ὁ Κύρου λέγει: «μετά τήν σάρκωσιν ὤφθη (ὁ Θεός) καί τοῖς ἀγγέλοις οὐκ ἐν ὁμοιώματι τῆς δόξης ἀλλ᾽ ἀληθεῖ καί ζῶντι χρησάμενος ὡς περιβολῇ τῆς σαρκός τῷ καλύμματι» (Διάλογ. α’. κατά Εὐτυχ.). Μάλιστα δέ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγων ὅτι πρό τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ δέν ἦτο δυνατόν εἰς τούς ἀγγέλους νά ἔμβουν εἰς τά ὑψηλότερα μυστήρια τῆς θεότητος. Ὅτε δέ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος ἠνοίχθη αὐτοῖς θύρα ἐν τῷ Ἰησοῦ. (Λόγος πδ’. σελ. 478). Καί πάλιν: «καί αὐτή ἡ πρώτη τάξις θαρροῦσα λέγει ὅτι οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλά διδάσκαλον ἔχει τόν μεσίτην Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὑφ᾽ οὗ ὑποδέχεται καί τοῖς κάτω ἐπιδίδωσιν» (αὐτόθ. 477). Ὅτι δέ καί οἱ μακάριοι ἅγιοι διά μέσου τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ βλέπουσι τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐδήλωσεν ὁ Κύριος εἰπών: «Πάτερ οὕς δέδωκάς μοι θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, κᾀκεῖνοι ὦσι μετ᾽ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν». Καί δέν στέκει ἕως ἐδῶ ἀλλά προσθέτει: «ἥν δέδωκάς μοι» διά νά φανερώσῃ μέ τοῦτο τήν δόξαν ὅπου ἐδόθη εἰς τήν ἀνθρωπότητά Του (βλ. Ἰω. ιζ’ 24).
Ὤ δόξαις! Ὤ λαμπρότηταις! Ὤ μεγαλεῖα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου! Ὄντως αὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Διότι τήν μέν δευτέραν καί τρίτην ἡμέραν ἐποίησε τό πρωτόγονον ἐκεῖνο φῶς καί τήν τετάρτην καί πέμπτην καί ἕκτην καί ἑβδόμην ἐποίησεν τόν ἐν τῇ δ’ ἡμέρα γενόμενον ἥλιον. Τήν δέ Κυριακήν καί πρώτην ταύτην ἡμέραν, καί ἐν τῇ κοσμογενεσίᾳ, μόνος ὁ Κύριος ἀμέσως ἐποίησεν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι (τό γάρ ἐν αὐτῇ γεγονός φῶς οὐχί ἀπό τό πρωΐ, ἀλλά ἀπό μεσημβρίας ἤρξατο, κατά τούς Θεολόγους) καί τώρα πάλιν μόνος ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός ταύτην ἐποίησεν ἀπό τοῦ μνήματος ὡς ἀπό ὁρίζοντος ἀναστάς. Καί αὐτή ἡ Κυριακή, τώρα μέν εἶναι εἰκών τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.τότε δέ ἔχει νά ᾖναι αὐτός ἐκεῖνος ὁ ὄγδοος αἰών2.
«Ὄντως ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ριζ’ 23). Οἱ ἐχθροί Του δαίμονες, ὁ ἐχθρός Του θάνατος, ὁ ἐχθρός Του ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρός Του ᾅδης, οἱ ἐχθροί Του Ἰουδαῖοι οἱ τοῦτον σταυρώσαντες καί μισοῦντες Αὐτόν. Ὄντως ἐκινδύνευε τό καράβι νά πνιγῇ καί νά πλέῃ δέν ἠδύνατο ὅπου ἐρρίφθη ὁ Ἰωνᾶς εἰς τήν θάλασσαν καί κατεπόθη ἀπό τό κῆτος. Καράβι εἶναι ὁ κόσμος ὅπου δέν ἠδύνατο νά ὑπάγῃ ἐμπρός εἰς τό ἀγαθόν. Θάλασσα εἶναι τά πάθη καί αἱ θλίψεις τοῦ κόσμου. Ἰωνᾶς ὁ Χριστός, κῆτος ἦτον ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης. Ἐρρίφθη ὁ Χριστός εἰς τήν θάλασσαν καί τά πάθη. Κατεπόθη ἀπό τόν θάνατον καί τόν ᾅδην. Καί ἐπειδή ἡ ζωοποιός θεότης δέν ἐχωρίσθη οὔτε ἀπό τό νεκρωθέν σῶμα τό κείμενον εἰς τόν τάφον οὔτε ἀπό τήν ψυχήν τήν καταβᾶσαν εἰς ᾅδην διά τοῦτο ἐνέκρωσε καί τόν ᾅδην καί ἀνέστη τριήμερος καί οὕτως ὁ κόσμος ὅπου ἐκινδύνευε διεσώθη «ὥσπερ γάρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ιβ’ 40).
Τώρα ἐσύ ἀδελφέ, εἶναι δυνατόν νά μελετήσῃς ταύτας τάς ἀληθείας, καί νά μή γεμίσῃ ἀπό χαράν ἡ καρδία σου διά τήν ἀνωτάτην εὐδαιμονίαν καί δόξαν, εἰς τήν ὁποίαν βλέπεις πῶς ἔφθασεν ὁ Λυτρωτής σου διά τῆς Ἀναστάσεως, ὄχι μόνον κατά τήν ψυχήν, ἀλλά καί κατά τό πανάγιον σῶμα Του; Ὅθεν ἐπιθύμησαι νά ἔχῃς ὅλαις ταῖς χαραῖς τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων ὅπου συνέστησαν σήμερον καί ἐλευθερώθησαν ἀπό τόν ᾅδην, διά νά συγχαρῇς μέ αὐτάς τόν ἀναστάντα Δεσπότην, καί διά νά εὐφρανθῇς μέ ὅλην σου τήν καρδίαν εἰς τήν νέαν ταύτην χαράν καί δόξαν καί νίκην Του, στοχαζόμενος πῶς ἠ ἰδική Του χαρά εἶναι καί χαρά ἰδική σου. Ἡ ἰδική Του δόξα εἶναι καί δόξα ἰδική σου καί ἡ ἰδική Του νίκη εἶναι καί νίκη ἰδική σου. Καί ἁπλῶς ὅσα Αὐτός προνόμια καί ἀξιώματα ἔλαβε διά τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὅλα ταῦτα γίνονται καί ἰδικά σου διά τῆς πρός Αὐτόν πίστεως καί θερμῆς ἀγάπης. Ἐκείνου ὡς κεφαλῆς καί ἐσένα ὡς μέλους. Ἐκείνου ὡς Πατρός καί ἐσένα ὡς υἱοῦ. Ἐκείνου ὡς ἀρχιστρατήγου καί βασιλέως καί ἐσένα ὡς στρατιώτου καί βασιλευομένου. Ἐκείνου ὡς φιλουμένου καί ἐσένα ὡς φιλοῦντος.ἐπειδή ἡ ἀγάπη ἔχει φυσικόν ἰδίωμα νά κοινοποιῇ τά τῶν φίλων κατά τήν παροιμίαν.«τά τῶν φίλων κοινά». Καί καθώς χθές καί προχθές ἐκοινωνήσατε εἰς τά Πάθη καί τήν θλίψιν τοῦ Κυρίου διά τῆς πίστεως καί ἀγάπης ἔτσι καί σήμερον εἶναι δίκαιον νά κοινωνήσετε εἰς τήν χαράν Αὐτοῦ καί δόξαν καί Ἀνάστασιν, «καθώς κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι χαίρετε ἵνα καί ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης Αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι» (Α’ Πέτρ. δ’ 13).
Καί ἄν ὁ Ἀβραάμ προτήτερα ἀπό τρεῖς χιλιάδας χρόνους εἶδε τήν ἡμέραν ταύτην τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος καί ἐχάρη, ὅταν ἔλαβε ζωντανόν τόν υἱόν του καθώς εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἀβραάμ ὁ πατήρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη». (Ἰωάν. η’ 56). Πῶς ἐσύ νά μή χαρῇς ἀδελφέ εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τοῦ Κυρίου, εἰς τήν ὁποίαν ἡ φθορά μετεβλήθη εἰς ἀφθαρσίαν, ὁ θάνατος εἰς ζωήν, ὁ ἀκάνθινος στέφανος εἰς ρόδα καί ἄνθη, ὁ κάλαμος, ἡ λόγχη, οἱ ἧλοι, ὁ Σταυρός καί τά λοιπά ὄργανα τοῦ Πάθους καί τῆς ἀτιμίας, ἔγιναν ὄργανα δόξης καί ἀπαθείας; Πῶς νά μή εὐφρανθῇς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην, εἰς τήν ὁποίαν οἱ μέν ἐν οὐρανῷ ἄγγελοι ἀγάλλονται ἀπολαβόντες καί αὐτοί διά τῆς Ἀναστάσεως τήν σωτηρίαν; Ἤγουν τήν τελείαν ἀτρεψίαν καί ἀκινησίαν εἰς τό κακόν, ἥν οὐκ εἶχον πρότερον, καθώς ὁ θεολόγος Γρηγόριος τοῦτο δηλοῖ εἰς τό Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατός καί ὅσος ἀόρατος» καί ὁ τούτου σχολιαστής ἑρμηνεύει Νικήτας3.
Οἱ ἐν τῷ ᾃδη Προπάτορες εὐφραίνονται, οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἐγείρονται, οἱ ἐν τῇ γῇ Ἀπόστολοι χαίρουσι, καί ὁ ἴδιος ᾃδης πανηγυρίζει μέ ὅλα ὁμοῦ τά ἐπίγεια καί οὐράνια καί ἄλλο δέν ἀκούεται εἰς κάθε μέρος, παρά τό «Χριστός Ἀνέστη!». Πῶς ἐσύ νά μήν ἀγαλλιάσῃς εἰς τήν ἡμέραν ταύτην τῆς ἀγαλλιάσεως, ἥτις εἶναι τῶν ἑορτῶν Ἑορτή καί Πανήγυρις τῶν πανηγύρεων κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον; Ἔαρ τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τῶν καιρῶν. Ἥλιος μεταξύ τῶν ἀστέρων, χρυσός μεταξύ τῶν μετάλλων καί βασιλίς, μεταξύ ὅλων τῶν ἡμερῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ἤξευρε γάρ ὅτι ἄν δέν χαρῇς πνευματικῶς εἰς ὅλα ταῦτα τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, εἶναι κακόν σημάδι διά λόγου σου, πῶς δέν ἀγαπᾷς τόν ἀναστάντα Χριστόν καί ἀκολούθως πῶς δέν εἶσαι ἀληθινός Χριστιανός, ἀλλά ξένος τοῦ Χριστοῦ καί ἀλλότριος, διότι δέν συγχαίρεσαι εἰς τήν χαράν καί δόξαν τοῦ Κυρίου σου.
Διά τοῦτο ἄναψαι ἀδελφέ τήν καρδίαν σου μέ μίαν φλόγα ἀγάπης πρός τόν ἀναστάντα Χριστόν, εὐφραινόμενος εἰς τήν εὐδαιμονίαν καί εἰς τό ἰδικόν του καλόν περισσότερον, παρά ὅπου ἤθελες εὐφρανθῆ ἄν ἦτο ἰδικόν σου. Καί ἐπειδή σήμερον ἔγιναν καινούργια ὅλα τά πάντα, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: «τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17): καινός ὁ τάφος, καιναί αἱ σινδόνες, καινή ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου. Καινοί οἱ ἀναστάντες Προπάτορες καί Δίκαιοι, καινός ὁ οὐρανός, καινή ἡ γῆ. Ψάλλε καί ἐσύ ἀκολούθως καινά ᾄσματα καθώς σέ προστάζει ὁ Δαβίδ: «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ ᾄσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ’ 1). Καί συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε ἔργα καινούργια, ζῆσαι ζωήν καινούργιαν καί ἀξίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ καινῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ ὅταν ἐβαπτίσθης, συναπέθανες καί συνεταφιάσθης μαζί μέ τόν Χριστόν εἰς τήν ἁγίαν κολυμβήθραν καί συνανεστήθης μαζί μέ Αὐτόν καί ὑπεσχέθης νά ζήσῃς μίαν καινούργιαν ζωήν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον ἵνα ὥς περ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Λοιπόν, ἐντράπου πώς ἕως τώρα παρέβης τήν ὑπόσχεσιν αὐτήν καί ἔζησες μίαν ζωήν παλαιάν καί διεφθαρμένην καί ἀπό τῆς σήμερον καί εἰς τό ἑξῆς ἀποφάσισαι νά ἀνακαινίσῃς τήν πρώτην ἐκείνην ὑπόσχεσιν ὅπου ἔδωκες εἰς τό ἅγιον Βάπτισμα καί νά ζήσῃς μίαν ἄλλην καινούργιαν ζωήν, ὄχι μέ τρυφάς καί ξεφαντώματα καί χορούς καί τραγούδια. Ὄχι μέ φιληδονίας καί φιλοδοξίας, ὄχι μέ φιλαργυρίας καί ἄλλας ἁμαρτίας. Διότι αὐτά εἶναι τῆς φθαρτῆς ζωῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖον ἐκδύθης εἰς τό Βάπτισμα καί ὅποιος ταῦτα ἐργάζεται, ἔχει νά ἀποθάνῃ «εἰ γάρ κατά σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν» (Ρωμ. η’ 13). Ἀλλά μέ τήν παρθενίαν καί ἀφθαρσίαν τοῦ σώματος, μέ τήν καθαρότητα καί ἀπάθειαν τῆς ψυχῆς. Μέ τήν πνευματικήν γνῶσιν καί θεωρίαν τοῦ νοός καί μέ τάς λοιπάς ζωοποιούς ἀρετάς καί καλά ἔργα, τά ὁποῖα εἶναι τῆς νέας ζωῆς τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀφ᾽ οὗ ἀνέστη, ἔζησε μίαν νέαν ζωήν, ἐλευθέραν ἕως καί ἀπό τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως, πεῖναν δηλ. καί δίψαν καί ψύχραν καί τά λοιπά.
Ἔτσι καί ἐσύ ὡς συναναστηθείς τῷ Χριστῷ διά τῆς πίστεως, χρεωστεῖς νά ζήσῃς ἐλεύθερος κᾂν ἀπό τά διαβεβλημένα πάθη καί ἁμαρτίας καί νά φυλάττῃς καθαράν αὐτήν τήν νέαν ζωήν ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Χριστός καί μή σέ πλανήσῃ ὁ διάβολος λέγωντάς σου εἰς αὐτάς τάς ἁγίας ἡμέρας: τώρα εἶναι Ἀνάστασις καί λαμπρά καί τρῶγε, πίνε, εὐφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ἄν καί ὁ καιρός τῆς νηστείας ἐπέρασεν, ἀλλ᾽ ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε μέ ἡμᾶς καί μάλιστα, διότι ἡ ἁγία Πεντηκοστή εἶναι ὀπίσω καί μᾶς προσμένει καί πρέπει νά καθαριζώμεθα εἰς τάς ἡμέρας ταύτας, διά νά λάβωμεν εἰς τήν ψυχήν μας τόν ἐρχομόν καί τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθώς καί ἡ Ἐκκλησία οὕτω ψάλλει: «νέαν καί καινήν πολιτείαν παρά Χριστοῦ μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, ὅπως Ἁγίου Πνεύματος τήν παρουσίαν ἀπολαύωμεν.» Ὅθεν εἶπε καί ὁ μέγας Βασίλειος «πῶς ἡμᾶς ἡ Πεντηκοστή ὑποδέξεται, οὕτω τοῦ Πάσχα καθιβρυσθέντος, ἡ Πεντηκοστή τοῦ Πνεύματος ἔσχε τοῦ ἁγίου τήν ἐναγῆ καί πᾶσι γνωρίμην ἐπιδημίαν.σύ δέ προλαβών σεαυτόν, οἰκητήριον τοῦ ἀντικειμένου ἐποίησας Πνεύματος, ἐγένου ναός εἰδώλων, ἀντί τοῦ γενέσθαι ναός Θεοῦ διά τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καί ἐπεσσάσω τήν ἀράν τοῦ προφήτου εἰπόντος ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ.«ὅτι στρέψω τάς ἑορτάς αὐτῶν εἰς πένθος» (Ἀμώς στ’ 16)» (Ἐν τῷ τέλει τοῦ «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Εὐχαρίστησε τόν Κύριον διά τά χαρίσματα ὅπου σοῦ ἐχάρισε διά μέσου τῆς Ἀναστάσεώς Του καί μάλιστα διότι σέ ἔκαμε μέ τήν Ἀνάστασίν Του καινούργιον ἀντί παλαιοῦ «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις» (Β’ Κορ. ε’ 17). Καί ἐπειδή κατά τούς νηπτικούς καί θεοσόφους Πατέρας, τρεῖς εἶναι αἱ ἀναστάσεις ὅπου ἐνεργοῦνται μυστικῶς καί ἠθικῶς εἰς τόν ἄνθρωπον, ἡ μία τοῦ σώματος, ἡ ἄλλη τῆς ψυχῆς καί ἄλλη τοῦ νοός4. Ἡ μία τῆς ἀρετῆς ἥτις κατορθοῦται διά τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, ἡ ἄλλη τοῦ λόγου, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς τῶν ὄντων θεωρίας καί πνευματικῆς γνώσεως καί ἄλλη τῆς ὑπέρ λόγον σιγῆς, ἥτις κατορθοῦται διά τῆς ἁρπαγῆς πρός Θεόν. Παρακάλεσαι τόν σήμερον ἀναστάντα Κύριον νά ἐνεργήσῃ εἰς τόν ἑαυτόν σου διά τῆς Χάριτός Του αὐτάς τάς τρεῖς ἀναστάσεις καί νά ζωοποιήσῃ τό σῶμά σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἐμπάθειαν, τήν ψυχήν σου ὅπου ἐνεκρώθη ἀπό τήν ἡδυπάθειαν, καί τόν νοῦν σου τόν νεκρωθέντα ἀπό τήν προσπάθειαν. Καί οὕτω ζωοποιήσας αὐτά τά τρία μέρη διά τῆς ἀπαθείας, νά σέ ἀξιώσῃ νά ἀναστηθῇς ἀπό ἐδῶ μαζί μέ Αὐτόν, ὄχι διά ψιλῆς πίστεως, ἀλλά διά πείρας καί νοερᾶς αἰσθήσεως, ὥστε νά λέγῃς κατά ἀλήθειαν καί ὄχι μέ λόγον μόνον τό : «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον». Καί νά βασιλεύῃ καί νά ζῇ ὁ Χριστός μόνος εἰς ἐσένα καί ἐσύ ἀντιστρόφως νά βασιλεύεσαι καί νά ζῇς εἰς μόνον τόν Χριστόν, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος: «ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλά τῷ ὑπέρ αὐτῶν ἀποθανόντι καί ἐγερθέντι» (Β’ Κορ. ε’ 15).
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι ἔχομεν χρέος δεύτερον νά συγχαρῶμεν μέ τήν Παναγίαν Παρθένον, ἥτις ὅταν εἶδε τόν θεῖον Υἱόν Της ὅπου ἀνέστη, ἐγέμισε παρευθύς ἀπό τόσην μεγάλην χαράν ὅση ἦτο μεγάλη καί ἡ περασμένη θλίψις ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τά Πάθη Του. Οἱ πόνοι Αὐτῆς καί αἱ θλίψεις μετροῦνται ἀπό τήν γνῶσιν ὅπου εἶχε τῆς ἀπείρου ἀξιότητος τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου, καί ἀπό τήν ἀγάπην ὅπου εἶχεν εἰς Αὐτόν, ὄχι μόνον ὡς Θεόν ὁμοῦ, καί ὡς γέννημα τῶν σπλάγχνων Της, ἀλλά καί ὡς Μονογενῆ Αὐτῆς Υἱόν καί ὡς μόνη οὖσα Μήτηρ Αὐτοῦ χωρίς πατρός, τά ὁποῖα ὅλα δέν ἄφιναν τήν ἀγάπην Της νά μοιρασθῇ εἰς ἄλλα πράγματα, ἀλλά τήν ἐπολλαπλασίαζαν εἰς μόνον τόν γλυκύν Της Υἱόν. Ὅθεν ἐπειδή καί Τόν ἐγνώριζε περισσότερον, Τόν ἠγάπα καί περισσότερον, παρά ὅπου Τόν ἐγνώριζαν καί Τόν ἠγάπων ὅλοι οἱ ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν, λοιπόν ἀκόλουθον εἶναι νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος ἔπαθεν εἰς τό Πάθος τοῦ Υἱοῦ Της περισσότερον ἀπό ἐκεῖνο ὅπου ἔπαθαν ὅλα ὁμοῦ τά κτίσματα. Καί ὅτι ἡ λύπη Της δέν εὑρίσκει ἄλλην παρόμοιαν διά νά συγκριθῇ πάρεξ τήν λύπην ὅπου ἐδοκίμασεν ὁ ἠγαπημένος Της Ἰησοῦς. «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ῥομφαία» (Λουκ. β’ 35). Ἀφ᾽ οὗ ὅμως Αὐτή πρώτη ἐπῆγε κατά τό μεσονύκτιον διά νά θεωρήσῃ τόν τάφον τοῦ Υἱοῦ Της.καί ἀφ᾽ οὗ δι᾽ Αὐτήν καί μόνην ἔγινεν ὁ σεισμός καί Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ὁ συνήθης διακονητής καί τροφεύς καί Εὐαγγελιστής Της4 κατέβη ἀπό τούς οὐρανούς καί ἐκύλισε τήν πέτραν ἀπό τήν πόρταν τοῦ τάφου καί ἐκάθητο ἐπάνω εἰς αὐτήν ἀστραπόμορφος καί χιονοειδέστατος: «Ἄγγελος γάρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθών ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.ἦν δέ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». (Ματθ. κη’ 2).Αφ᾽ οὗ λέγω κατέβη ὁ θεῖος Γαβριήλ.ὤ, πῶς μετετράπη εὐθύς εἰς ὑπερβολικήν χαράν ἡ ὑπερβολική Της λύπη! Ὤ πόσον ἠγαλλίασε τό πνεῦμα Της, ὅταν εἶδεν, ὅτι δι᾽ Αὐτήν μόνην ἀνοίχθη ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ Της! (Καθώς γάρ διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθησαν εἰς τούς ἀνθρώπους τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, ἔτσι καί διά τήν Θεοτόκον ἀνοίχθη ὁ ζωοποιός Τάφος τοῦ Κυρίου).ὡς λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «ἐμοί δέ δοκεῖ καί δι᾽ Αὐτήν πρώτην τόν ζωηφόρον ἐκεῖνον ἀνοιγῆναι τάφον.δι᾽ Αὐτήν γάρ πρώτην καί δι᾽ Αὐτῆς πάντα ἡμῖν ἠνέῳκται, ὅσα ἐπί τοῦ Οὐρανοῦ ἄνω καί ὅσα ἐπί τῆς γῆς κάτω». (Λόγ. εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων).
Καί ὅταν Αὐτή πρώτη ἐθεώρησε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της! Ὤ πόσον εὐφράνθη, ὅταν πλησιάζουσα εἰς τόν ἀγαπητόν Της Ἰησοῦν ἐπίασε μέ ἄκραν εὐλάβειαν καί ἀγάπην τούς ἁγίους Του πόδας καί τούς ἐπροσκύνησε! Καί ὅταν εἶδε γεμάτα ἀπο θεῖον φῶς καί ἀπό τῆς Ἀναστάσεως τά μέλη τοῦ γλυκυτάτου Της Υἱοῦ, τά ὁποῖα πρό ὀλίγου ἦσαν ὅλα καταξεσχισμένα.ὅλα ἄτιμα καί ἀνίδεα! Μάλιστα δέ ἐξαιρέτως πόσον ἐχάρη, ὅταν ἤκουσεν ἀπό τό θεῖον στόμα τοῦ Υἱοῦ Της τόν χαροποιόν ἐκεῖνον λόγον ὅπου Τῆς εἶπε τό, «χαῖρε». Μολονότι καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει, ὅτι ἦτο μαζί Της καί ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἐπίασε καί αὐτή τούς πόδας τοῦ Κυρίου καί τό «χαῖρε» καί αὐτή ἤκουσε, μέ σκοπόν διά νά μή ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου μαρτυρουμένη ἀπό μόνην τήν θείαν Μητέρα Του διά τήν φυσικήν οἰκειότητα, ὡς ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου ἐν τῷ συναξαρίῳ τοῦ Πάσχα) ἀποδεικνύει τοῦτο ἰσχυρῶς. (Λόγος εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων). Καί λοιπόν ποῖος νοῦς ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τί λογῆς τελειότης ἀγάπης καί χαρᾶς ἀπέρασεν ἀναμεταξύ τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Χριστοῦ, ἀναμεταξύ μιᾶς τοιαύτης Μητρός καί ἑνός τοιούτου Υἱοῦ;
Ὅθεν ἄν ἡ Θεοτόκος ᾖναι φυσική μέν Μήτηρ τοῦ Χριστοῦ, θετή δέ καί πνευματική μήτηρ ὅλων τῶν Χριστιανῶν καί τοιαύτη μήτηρ, ὥστε ὅπου, καθώς ὁ Χριστός μᾶς παραγγέλλει νά μή καλέσωμεν πατέρα εἰς τήν γῆν, ἐπειδή κυρίως ἕνας εἶναι ὁ Πατήρ μας ὁ ἐπουράνιος «καί πατέρα μή καλέσητε ὑμῶν ἐπί τῆς γῆς.εἷς γάρ ἐστιν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς» (Ματθ. κγ’ 9). Ἔτσι ἔχομεν δίκαιον νά εἰποῦμεν, καί ὅτι ἡμεῖς μητέρα ἄλλην κυρίως δέν ἔχομεν, εἰ μή τήν Θεοτόκον6. Ἄν λέγω ἡ Θεοτόκος ᾖναι μήτηρ τῶν Χριστιανῶν, χρεωστεῖς καί σύ ἀδελφέ ὡς Χριστιανός καί υἱός τῆς Παρθένου νά συγχαρῇς εἰς τήν μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ἀνίσως καί εἰς καιρόν τῆς τόσης Της εὐτυχίας, ἐάν δέν ἤθελες συγχαρῆ μέ τήν Παναγίαν, βέβαια ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της. Καί ἐάν φανῇς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Της, ἔχεις νά φανῇς ἀνάξιος διά νά δεχθῇς ὑπό κάτω εἰς τήν Σκέπην Της, καί ἐάν Αὕτη ἡ κοινή μήτηρ δέν σέ δεχθῇ ὑπό τήν Σκέπην Της ἀλλοίμονον εἰς ἐσέ! ποία ἐλπίς πλέον θέλει μένει διά τήν σωτηρίαν σου; Ἐπειδή Αὐτή εἶναι ἡ μήτηρ τῆς ἐλεημοσύνης καί διά μέσου τῶν χειρῶν Αὐτῆς περνοῦν ὅλαι αἱ τοῦ Θεοῦ χάριτες, τόσον ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅσον καί ἐν τῇ γῇ. τόσον εἰς τούς ἀγγέλους, ὅσον καί εἰς τούς ἀνθρώπους. Αὐτή μόνη γάρ μεθόριον γενομένη ἀναμεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, λαμβάνει ἀπό τήν Τρισήλιον Θεαρχίαν ὅλας τάς ὑπερφυσικάς δωρεάς καί χαρίσματα καί τά μεταδίδει ὡς φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εἰς ὅλας τάς τάξεις τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀγάπης ὅπου ἔχουν πρός Αὐτήν, ὥστε Αὐτή μόνη εἶναι καί ὁ ταμιοῦχος ἐν ταυτῷ καί ὁ χορηγός τοῦ πλούτου τῆς Θεότητος καί χωρίς τήν μεσιτείαν αὐτῆς, δέν δύναται νά πλησιάσῃ τινάς εἰς τόν Θεόν, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, καθώς περί Αὐτῆς ὑψηγορεῖ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ἐν τῷ α’ λόγῳ τῶν Εἰσοδίων7.
Ὅθεν ἀκολούθως καί αἱ πρεσβεῖαι τῆς Θεοτόκου ἠθέλησεν ὁ Κύριος, νά εἶναι νόμοι ἀπαράβατοι, διά νά γίνεται παρ᾽ Αὐτοῦ ἔλεος καί εὐσπλαγχνία εἰς ἐκείνους, διά τούς ὁποίους πρεσβεύει: «στόμα δέ ἀνοίγει σοφῶς καί νομοθέσμως, ἡ δέ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τά τέκνα αὐτῆς καί ἐπλούτησαν» (Παροιμ. κθ’ 26). Καί ὁ ἅγιος Γερμανός «οὐδέ γάρ ἐνδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθῆναι.ἐπειδή πειθαρχεῖ Σοι κατά πάντα, καί διά πάντα, καί ἐν πᾶσιν ὁ Θεός, ὡς ἀληθινῇ Αὐτοῦ ἀχράντῳ Μητρί» (Λόγ. εἰς τήν Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν ἐξ ὅλης σου τῆς καρδίας μέ Αὐτήν τήν Δέσποιναν τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τῆς χαρᾶς τό δοχεῖον ἐπειδή εἰς Αὐτήν πρώτην ἐδόθῃ ἡ χαρά καί πρό τῆς Ἀναστάσεως εἰς τόν Εὐαγγελισμόν Της, καί μετά τήν Ἀνάστασιν σήμερον. Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί ὅλη ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία εἰς χίλια μέρη τῶν ᾀσματικῶν τροπαρίων Της ψάλλουσα εἰς Αὐτήν χαρμοσύνως καί πανηγυρικῶς, τώρα μέν «ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένη, ἁγνή Παρθένε χαῖρε καί πάλιν ἐῤῶ χαῖρε.ὁ Σός Υἱός ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου», τώρα δέ «Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου Σου» καί ποτέ μέν «Ἀναστάντα κατιδοῦσα σόν Υἱόν καί Θεόν, χαίροις σύν Ἀποστόλοις, Θεοχαρίτωτε ἁγνή», ποτέ δέ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν, ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός Σου, ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς». Τί λέγω; Συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον, καθώς τήν συγχαίρεται καί αὐτή ὅλη ἡ ἄλογος καί ἀναίσθητος κτίσις καί χαίρει εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της καί Τήν δωροφορεῖ μέ ὅλα τά κάλλιστα καί ἐξαίρετα δῶρα καί χάριτας τοῦ ἔαρος καί τῆς γλυκυτάτης ἀνοίξεως. Καί δέν βλέπεις καί μόνος μέ τούς ὀφθαλμούς σου, πῶς τώρα ὁ οὐρανός εἶναι διαυγέστερος; ὁ κύκλος τῆς Σελήνης εἶναι λαμπρότερος καί ἀργυροειδέστερος, καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἀστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ἡ γῆ εἶναι στεφανωμένη μέ τά πολυποίκιλά της χορτάρια, μέ τά ἀνοιγμένα διάφορα δένδρα της καί μέ τά ποικιλόχροα καί εὐωδέστατα ἄνθη καί ῥόδα της, τά ὁποῖα ἄλλα μέν εὐγῆκαν τελείως ἀπό τούς κάλυκάς των καί παρρησιάζουν εἰς τούς ὁρῶντας τήν ῥοδόπνοον χάριν τους ἄλλα δέ ἐβγῆκαν ὀλίγον καί ἄλλα ἀκόμη εὑρίσκονται εἰς τούς κάλυκάς των μέσα ὡσάν εἰς νυμφικόν θάλαμον; Δέν ἀκούεις μέ τά αὐτιά σου τήν συμφωνίαν καί ἐναρμόνιον μουσικήν ὅπου τώρα κάμνουν μέ τά γλυκυτάτας φωνάς των ἐπάνω εἰς τά χρυσοπράσινα καί δασύφυλλα δένδρα αἱ ἀηδόνες, αἰ χελιδόνες, αἱ τρυγόνες, οἱ κόσσυφοι, οἱ κόκκυγες, αἱ πέρδικες, αἱ κίσσαι, αἱ φάσσαι, οἱ σπῖνοι καί ὅλα τά λοιπά ὠδικά ὄρνεα καί πουλιά καί πῶς συνερίζονται νά νικήσῃ ἕνα τό ἄλλο μέ τά ποικιλόφθογγα καί γοργογλυκόστρεπτα αὐτῶν κελαδήματα; Καί πῶς κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τάς φωλέας των καί τά μέν θηλυκά κάθηνται καί πυρώνουν τά αὐγά μέσα εἰς αὐτάς, τά δέ ἀρσενικά πετοῦν τριγύρω καί κελαδοῦν γλυκύτατα; Δέν βλέπεις πῶς τώρα αἱ βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πῶς οἱ ποταμοί λυθέντες ἀπό τούς χειμερίους πάγους ῥέουσι πλουσιώτερα καί ποτίζουν ὅπου περνοῦν τῆς γῆς τό πρόσωπον; Πῶς τά περιβόλια εὐωδιάζουν; Πῶς τό χορτάρι κόπτεται; Πῶς τά μικρά καί τρυφερά ἀρνάκια πηδοῦν καί χορεύουν ἐπάνω εἰς τούς χλοηφόρους κάμπους καί τά χωράφια; Δέν βλέπεις πῶς αἱ φιλόπονοι μέλισσαι τώρα εὐγαίνουσαι ἀπό τά κοφφίνιά των βομβοῦσιν ἡδύτατα καί πετοῦν τριγύρω εἰς τούς λειμῶνας καί περιβόλια καί κλέπτουν τά ἄνθη καί πλάττουσι τά κηρία των, βάνουσαι τάς εὐθείας γραμμάς ἀντίθετα εἰς τάς γωνίας διά περισσοτέραν ἀσφάλειαν ἐν ταὐτῷ καί κάλλος τοῦ ἔργου των καί τό γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ ἄνεμοι ἡσυχάζουσι; Πῶς αἱ γλυκεῖαι αὖραι τῶν ζεφύρων πνέουσι; Πῶς ἡ θάλασσα εἶναι γαληνιαία καί ἤρεμος; Πῶς οἱ ναῦται ταξιδεύουν ἄφοβα καί πῶς οἱ δελφῖνες συμπεριπατοῦν ὁμοῦ μέ τά πλοῖα φυσῶντες καί κολυμβῶντες γλυκύτατα καί ξεπροβοδίζουν τούς ναύτας μέ εὐθυμίαν; Δέν βλέπεις πῶς τώρα οἱ γεωργοί, τά βόδια ζεύξαντες τέμνουσι τήν γῆν μέ τό ἄροτρον καί μέ τάς καλάς ἐλπίδας τῶν καρπῶν, ὅλοι εἶναι πασίχαροι; Πῶς οἱ ποιμένες καί βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας καί συραύλια μέσα εἰς τά δένδρα περνοῦσι τήν ἄνοιξιν καί πῶς οἱ ἁλιεῖς καί ψαράδες τά δίκτυα καί τούς γρίπους εἰς τήν θάλασσαν ρίπτοντες, τά βγάνουν τώρα γεμάτα ἀπό ψάρια; Δέν βλέπεις πῶς τώρα ὅλα τά ὁρατά κτίσματα, ὅπου καί ἄν γυρίσῃς νά ἰδῇς, εἶναι τερπνά, εἶναι εὐώδη, εἶναι δροσώδη, εἶναι χαριέστατα καί πανευφρόσυνα, εὐχαριστοῦντα τάς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος; Καί πῶς φαίνονται ὡσάν νά συνανεστήθησαν μέ τόν Χριστόν καί αὐτά καί νά ἐζωντάνευσαν ἀπό ἐκεῖ ὅπου ἦσαν πρότερον ὡσάν νεκρωμένα καί ἀποθαμένα ἀπό τήν προλαβοῦσαν ψύχραν καί δριμύτητα τοῦ χειμῶνος;8 Καί διά νά εἰπῶ μέ συντομίαν, συγχαίρου μέ τήν Θεοτόκον καί ἐσύ ἀδελφέ, καθώς τήν ἐσυγχάρηκαν καί αἱ θεῖαι μυροφόροι, ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Σαλώμη καί ἡ Ἰωάννα. Δύνασαι γάρ ἐάν θέλῃς νά γίνῃς καί ἐσύ ὡσάν αὐτάς κατά τήν ψυχήν, καθώς σέ παρακινεῖ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἰς τό Πάσχα λέγων: «κἄν Μαρία τις ἦς, κἄν Σαλώμη, κἄν Ἰωάννα, δάκρυσον ὀρθρία, ἴδε πρώτη τόν λίθον ᾐρμένον, τυχόν δέ καί τούς ἀγγέλους καί Ἰησοῦν αὐτόν», ὅπου ὁ σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή εἶναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθεῖσα διά λόγου τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ὡσάν ἀπό δαιμόνια, ἀπό τήν προσπάθειαν τῆς ἑβδοματικῆς ταύτης ζωῆς. Σαλώμη δέ, εἰρήνη ἑρμηνευομένη, εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ὅπου νικήσῃ τά πάθη καί ὑποτάξῃ τό σῶμα εἰς τήν ψυχήν καί διά τῆς θεωρίας τῶν πνευματικῶν νοημάτων τήν τῶν ὄντων γνῶσιν περιλαμβάνουσα καί διά τοῦτο εἰρήνην τελείαν ἔχουσα. Ἰωάννα δέ, περιστερά ἑρμηνεύεται καί εἶναι ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ἄκακος καί γονιμωτάτη εἰς τάς ἀρετάς, ἡ ὁποία ἀπέβαλε κάθε πάθος μέ τήν πρᾳότητα καί εἶναι θερμή εἰς τό νά γεννᾷ τά πνευματικά νοήματα μέ γνῶσιν καί διάκρισιν. Ἐάν τοιαύτῃ γίνη ἡ ψυχή σου ἀγαπητέ, πήγαινε ὡσάν τάς μυροφόρους μετά προθυμίας καί σπουδῆς (ὁ γάρ ὄρθρος ταχύτητα καί σπουδήν δηλοῖ) εἰς τόν τάφον, ἤγουν εἰς τό βάθος, ἐν ὧ εἶναι κεκρυμμένος ὁ λόγος τῶν ἐπιγείων καί οὐρανίων καί εἰς τήν ἰδικήν σου καρδίαν9 καί ζήτησαι μέ δάκρυα νοητά καί αἰσθητά νά μάθῃς ἐάν ἀνεστήθη ὁ ἐν σοί λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως. Καί ἐάν ζητήσῃς μέ τοιοῦτον τρόπον, πρῶτον μέν θέλεις ἰδεῖ νά σηκωθῇ ἀπό τήν καρδίαν σου ὁ λίθος, ἤγουν ἡ πώρωσις τῆς ἀσάφειας τοῦ λόγου, καί ἀφ᾽ οὗ αὐτή σηκωθῇ θέλεις ἰδεῖ τούς ἀγγέλους, ἤγουν τάς κινήσεις τῆς συνειδήσεώς σου νά σοῦ κηρύττουν, ὅτι ἀνέστη ὁ ἐν σοί διά κακίαν νεκρωθείς λόγος τῆς ἀρετῆς καί τῆς γνώσεως, ἐπειδή εἰς τήν ψυχήν τοῦ φαυλοβίου ἀνθρώπου ὁ λόγος δέν ἐνεργεῖ, ἀλλά τρόπον τινά εἶναι νεκρός. Καί εἰς ὅλον τό ὕστερον θέλεις ἰδεῖ καί αὐτόν τόν λόγον νά σοῦ ἐμφανίζεται εἰς τόν νοῦν γυμνός καί χωρίς τύπους καί σύμβολα καί νά γεμίζει τάς νοεράς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου ἀπό χαράν πνευματικήν. Ὅθεν ἀφοῦ τοιουτοτρόπως πληροφορηθῇς τήν τοῦ λόγου ἀνάστασιν διά τῆς πρακτικῆς, συγχαίρου καί μέ τήν ἄλλην Μαρίαν, ἤγουν τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἥτις εἰς τήν θεωρίαν περιλαμβάνεται, ἡ ὁποία ἀφ᾽ οὗ ἐπρόλαβε μίαν φοράν καί εἶδε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ Της, ἐπληροφορήθη καί ἡσύχασε καί πλέον εἰς τόν τάφον δέν ἐπῆγεν, ὡσάν τάς ἄλλας μυροφόρους, ἐπειδή καί ἡ θεωρία προλαμβάνει καί ἁπλῶς νοεῖ, ἡ δέ πρᾶξις ἕπεται καί πείρᾳ λαμβάνει τήν γνῶσιν»11.
Ἡ μεγαλυτέρα δέ χαρά ὅπου ἔχεις νά προξενήσῃς εἰς τήν Θεοτόκον εἶναι ἐάν κάμῃς ἀπόφασιν νά νικᾷς τά πάθη σου εἰς κάθε καιρόν καί νά παρθενεύῃς διά τήν ἀγάπην τῆς Παρθένου. Καί διά νά γίνῃς ἄξιος νά σέ ὑπερασπίζεται καί νά σέ ἔχῃ διά υἱόν Της ἐπιμελήσου νά ὑποτάσσεσαι καί νά δουλεύῃς ὅσον δύνασαι περισσότερον Αὐτήν καί τόν Μονογενῆ Της Υἱόν καί παρακάλεσαί Την νά σέ συναριθμήσῃ μέ τούς εὐλαβητικούς δούλους Της καί νά σέ ἀξιώσῃ νά χαίρεσαι μέ Αὐτήν αἰωνίως εἰς τόν οὐρανόν, ψάλλοντας εἰς Αὐτήν ἐκεῖνο τό Δαυιτικόν: «μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ.διά τοῦτο λαοί ἐξομολογήσονταί σοι εἰς τόν αἰῶνα καί εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. μδ’ 17).
Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι πρέπει τρίτον νά συγχαρῶμεν μέ τό σῶμά μας, διότι ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν Κύριος δέν εὐχαριστήθη μόνον μέ τόν τύπον τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεώς Του ὅπερ ἐστί τό ἅγιον Βάπτισμα. Τούτων γάρ τύπον ἔχει τό θεῖον Βάπτισμα, ὡς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «εἰ γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου Αὐτοῦ, ἀλλά καί τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρωμ. στ’ 5), δέν εὐχαριστήθη λέγω μόνον μέ τόν τύπον τῆς Ἀναστάσεώς Του νά συγχωρήσῃ τό προπατορικόν μόνον ἁμάρτημα, νά ἀφήσῃ δέ τήν ποινήν καί τά ἀποτελέσματά του νά ἐνεργοῦν, ἀλλά σήμερον μέ τήν πραγματικήν Του Ἀνάστασιν ἐξαλείφει ἀκόμη καί αὐτήν τήν ποινήν καί τό ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.ὅπερ ἐστίν ὁ θάνατος. «Ἔσχατός φησιν ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α’ Κορ. ιε’). Καί οὕτω μέ τελειότητα σηκώνει ἀπό τό μέσον ὡς νέος Ἀδάμ τήν ἁμαρτίαν μέ ὅλας τάς ρίζας καί κλάδους της καί καρπούς. Διότι μέ τήν δύναμιν τῆς σημερινῆς Ἀναστάσεώς Του χαρίζει εἰς ὅλην τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων τήν ἀνάστασιν τῶν σωμάτων τόσον τῶν πιστευόντων εἰς Αὐτόν, ὅσον καί ἐκείνων ὅπου ἀπιστοῦν. Καί κατά τοῦτο ὑπερβαίνει τό χάρισμα τοῦ νέου Ἀδάμ ἀπό τό ἁμάρτημα τοῦ παλαιοῦ, καθ᾽ ὅτι, ὅσοι μέν ἐμέθεξαν ἀπό τό ἁμάρτημα ἐκείνου, οὗτοι καί ἀπέθανον. Ὅσοι δέ ἐμέθεξαν ἀπό τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀναστένωνται μόνοι, ἀλλά ἀκόμη καί ὅσοι δέν ἐμέθεξαν ἀπό ταύτην τήν πίστιν, ὡς λέγει ὁ κριτικός Φώτιος ἑρμηνεύων τό ἀποστολικόν ἐκεῖνο, «πλήν οὐχ ὡς τό παράπτωμα, οὕτω καί τό χάρισμα.εἰ γάρ τῷ τοῦ ἑνός παραπτώματι οἱ πολλοί ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ δωρεά ἐν χάριτι τοῦ ἑνός ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τούς πολλούς ἐπερίσσευσε» (Ρωμ. ε’ 15).
Καί ἡ αἰτία εἶναι διότι, καθώς ὅλην τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀνέλαβεν ὁ Κύριος εἰς τήν θείαν Του ὑπόστασιν, ἔτσι ἀνεκαίνισε ὅλην τήν φύσιν, ἀναστήσας καί τούς ἀπίστους αὐτούς, διότι φυσικῶς ἐν τῷ Ἀδάμ ἥμαρτον καί οὐ προαιρετικῶς. Ἐπειδή ὅμως προαιρετικῶς δέν ἠθέλησαν νά πιστεύσουν εἰς τόν νέον Ἀδάμ, διά τοῦτο καί τά μέλλοντα ἀναστηθῆναι σώματα αὐτῶν θέλουν ἔχει μεγάλην καί ἀσύγκριτον διαφοράν ἀπό τά ἀναστηθησόμενα σώματα τῶν πιστῶν καί ἐναρέτων. Καθ᾽ ὅτι ἐκεῖνα μέν θέλουν εἶναι σκληρά βαρέα, ἄσχημα, ἄτιμα, μαῦρα, σκοτεινά, ψυχρά καί χονδρά καί αὐτά ὅλα τά ἄθλια ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀπιστίας αὐτῶν καί κακίας, τά δέ σώματα τῶν πιστῶν καί Ὀρθοδόξων ἔχουν ἐκ τοῦ ἐναντίου νά εἶναι μαλακά, κοῦφα, ὡραῖα, ἔνδοξα, διαφανῆ, φωτεινά, θερμά καί πνευματικά. Καί αὐτά ὅλα τά μακαριστά ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά κατά τήν ἀναλογίαν τῆς πίστεως καί ἀρετῆς αὐτῶν, καθώς γενικῶς περί τούτων τῶν ἰδιωμάτων ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος ἐν τῇ Α’ πρός Κορινθ. κεφ. ιε’ 42 λέγων: «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ.σπείρεται ἐν ἀτιμία, ἐγείρεται ἐν δόξῃ. σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται δυνάμει.σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».
Συλλογίσου λοιπόν ἀδελφέ, πόσον μᾶς ἠγάπησεν ὁ Δεσπότης μας Ἰησοῦς Χριστός ὥστε ὅπου χωρίς ἡμᾶς δέν ἠθέλησε νά ᾖναι ἀθάνατος καί μακάριος κατά τήν ψυχήν καί κατά τό σῶμα, ἀλλά ἠθέλησε καί τά ἰδικά μας σώματα νά θριαμβεύσουν κατά τοῦ θανάτου καί νά γυρίσουν πάλιν νά ζοῦν ὁμοῦ μέ Αὐτόν διά παντός, δεδοξασμένα καί μακάρια: «εἰ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σύν αὐτῷ» (Α’ Θεσσαλ. θ’ 13). Ἐπειδή μέ τό μέσον τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεώς Του μᾶς ἔκαμεν ἀξίους διά μίαν τοιαύτην ζωήν καί μακαριότητα, γενόμενος ἡμῶν Πατήρ ἀθάνατος καί ἡμεῖς ἀθάνατα τέκνα Του εἰς αἰῶνας αἰώνων, κατά τόν τίτλον ὅπου Τοῦ ἔδωκεν ὁ Προφήτης: «Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». (Ἡσ. θ’ 6). Μάλιστα ἠθέλησεν ὄχι μόνον νά ὑπηρετήσῃ εἰς τήν ἀνάστασίν μας ὡς μισθός, ἀλλά καί ὡς ἀρχέτυπον. Ὥστε τό σῶμα μας ὅταν ἀναστηθῇ νά ἔχῃ μεγάλην ἀναλογίαν καί ὁμοιότητα μέ τό μέτρον ἐκείνου τοῦ δεδοξασμένου Του σώματος: «μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, εἰς τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλιπ. γ’ 21). Καί καθώς ὁ αἰσθητός ἥλιος ὅταν κτυπήσῃ τάς ἀκτίνας του εἰς ἕνα καθαρόν καθρέπτην, ὁ καθρέπτης ἐκεῖνος γίνεται ἄλλος ἥλιος, ἔτσι καί ὁ νοητός ἥλιος Χριστός ἐν τῇ μελλούσῃ ἀναστάσει κτυπῶντας τάς ἀκτίνας Του εἰς τά ἀναστηθέντα σώματά μας, ἔχει νά τά κάμῃ νά λάμπουν ὡσάν ἄλλοι ἥλιοι ὅμοιοί Του καθώς εἶναι γεγραμμένον: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρός αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43).
Ὤ θαυμαστά ἐφευρέματα ὅπου εὗρεν ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς διά νά μᾶς ἀγαθοποιήσῃ! Ὤ ἀσύγκριτα χαρίσματα ὅπου μᾶς ἐχάρισε διά τῆς Ἀναστάσεώς Του! Καί τί ἄλλο μεγαλύτερον καί θεοπρεπέστερον χάρισμα ἠδύνατο νά χαρίσῃ εἰς ἡμᾶς ὡσάν αὐτό ὅπου μᾶς ἐχάρισεν, ἤγουν τό νά δοξάσῃ μέ τόσην μεγαλοπρέπειαν αἰωνίως ὄχι μόνον τήν ψυχήν ἀλλά καί αὐτό τό σῶμά μας; Ἔστω.ἡ ψυχή εἰς ὅλον τό ὕστερον εἶναι καθαρόν πνεῦμα.εἶναι συγγενές μέ τούς ἀγγέλους καί εἰκών τῆς Θεότητος, ὅθεν δέν φαίνεται τόσον ὑπερβολική ἀγάπη τό νά πάθῃ ὁ Κύριος, διά νά τήν δοξάσῃ αἰώνια. Ἀλλά τί λογῆς ὑπερβολή ἀγάπης εἶναι αὕτη τό νά πάθῃ τόσον ἕνας Υἱός τοῦ Θεοῦ διά νά ἀξιώσῃ μιᾶς αἰωνίου δόξης τό σῶμά μας ὅπου εἶναι μία γῆ καί σποδός; ὅπου εἶναι ἕνα σκεῦος γεμάτον ἀπό δυσωδίαν καί ἀκαθαρσίαν καί μάλιστα ὅπου ἀπεστάτησε τόσαις καί τόσαις φοραῖς ἀπό τό θεῖόν Του θέλημα μέ τάς κακάς του ὀρέξεις; Κατά ἀλήθειαν ἀνίσως καί ἡμεῖς ἠθέλαμεν καταξεσχίσῃ διά τόν Ἰησοῦν Χριστόν μέ χίλια μαρτύρια τό σῶμά μας.ἀνίσως καί ἠθέλαμεν τό καρφώσῃ δι᾽ ἀγάπην Του ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν.ἤ τό ὁλιγώτερον ἀνίσως ἠθέλαμεν τό φυλάξῃ καθαρόν ἀπό κάθε λογῆς ἁμαρτίαν καί μολυσμόν, πάλιν δέν ἦτο ἄξιον τό σῶμά μας νά ἀπολαύσῃ εἰς τόν οὐρανόν ἕνα προνόμιον τόσον ὑψηλόν, ὅπου νά συνδοξασθῇ μέ τό σῶμα τοῦ Λυτρωτοῦ μας «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η’ 18).Καί τώρα νά ἀπολαύσῃ αὐτό τό ὑψηλόν προνόμιον τοῦτο τό σῶμα, ὕστερα ἀφ᾽ οὗ ὕβρισε τόν Θεόν διά νά θεραπεύσῃ τόν ἑαυτόν του καί ἀφ᾽ οὗ ἐμολύνθη μέ τόσας ἁμαρτίας μόνον διότι ἐκαθαρίσθη μετρίως μέ τήν μετάνοιαν; Τοῦτο ἐκπλήττει κάθε νοῦν. Τοῦτο κάμνει ἄφωνον κάθε γλῶσσαν.
Ὤ μακάριαι λοιπόν ὅπου εἶναι αἱ ἐλπίδες τῶν Χριστιανῶν, μέ τάς ὁποίας προσμένουν βέβαια νά λάβουν τά σώματά των μίαν τοιαύτην ἀνάστασιν καί δόξαν! Αὐταί αἱ ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεως κάμνουσι σήμερον νά χαίρωνται οἱ Προπάτορες καί Προφῆται. Ὁ ἀποκτανθείς Ἄβελ, ὁ ἀπιστούμενος Νῶε, ὁ ἐν τοῖς ξένοις ξενωθείς Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ. Ὁ λεπρωθείς Ἰώβ, ὁ διωχθείς Μωσῆς, ὁ διαβληθείς Ἀαρών, ὁ πολεμῶν Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, ὁ πεινῶν Δαβίδ, ὁ ἀπογνούς ἑαυτόν Ἠλίας, ὁ περιγελώμενος Ἑλισσαῖος. Ὁ πριονισθείς Ἡσαΐας, ὁ ἐν τῷ λάκκῳ βληθείς Ἱερεμίας. Ὁ ραπισθείς Μιχαίας, ὁ λιθοβολιθείς Ναβουθαί. Αὐταί αἱ ἐλπίδες κάμνουσι νά εὐφραίνωνται οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μάρτυρες Ἰάκωβος καί Παῦλος οἱ ἀποκεφαλισθέντες.Πέτρος καί Ἀνδρέας οἱ σταυρωθέντες.ὁ ποτήριον φαρμάκου πιών11 καί ἐν ζέοντι ἐλαίῳ βληθείς12 Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.Ματθαῖος καί Πολύκαρπος οἱ πυρποληθέντες.οἱ Γεώργιοι, οἱ Δημήτριοι, οἱ Εὐστάθιοι καί πάντες οἱ λοιποί. Αὐταί αἱ ἐλπίδες κάμνουσι σήμερον νά ἀγάλλωνται ὅλοι οἱ Ὅσιοι καί Ἀσκηταί, οἱ ὁποῖοι ἐπλανῶντο ἐν ἐρημίαις καί ὄρεσι καί σπηλαίοις, κακουχούμενοι, θλιβόμενοι καί βασανίζοντες τήν σάρκα των μέ διαφόρους κακοπαθείας καί ὅσον περισσότερον ἐβασανίζοντο, τόσον περισσότερον ἐχαίροντο. Διατί; Διά νά λάβουν ἐνδοξοτέραν ἀνάστασιν: «οὐ προσδεξάμενοι τήν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν» (Ἑβρ. ια’ 35).
Αὐταί, αὐταί αἱ μακάριαι ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεώς σου, πρέπει νά κάμνουν καί ἐσένα ἀδελφέ νά χαίρεσαι εἰς τάς θλίψεις σου, νά πλουτίζῃς εἰς τήν πτωχείαν σου, νά παρηγορῆσαι εἰς τάς ἀσθενείας σου καί νά εὐφραίνεσαι εἰς ὅλας τάς δυστυχίας ὅπου σοῦ ἔρχονται. Διότι ὅσον περισσότερον θλιβῇς καί κακοπαθήσῃς ἐδῶ, τόσον ἐνδοξοτέραν ἀνάστασιν ἔχεις νά λάβῃς: «ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν». Ὅθεν ἄν τυφλωθῇς, χαῖρε ὅτι αὐτά τά μάτια ἔχουν νά λαμπρυνθοῦν περισσότερον καί νά θεωροῦν καθαρώτερον τό φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἄν κουλλαθῇς χαῖρε, διότι αὐτά τά χέρια ἔχουν νά ἐκτείνωνται μέ περισσοτέραν παρρησίαν εἰς τόν Θεόν. Ἄν κουτσαθῇς χαῖρε, διότι θέλεις χορεύει καλύτερα εἰς τόν Παράδεισον. Ἄν λεπρωθῇ ὅλον σου τό σῶμα χαῖρε, διότι ἔχει νά ἀναστηθῇ ἐνδοξότερον, λαμπρότερον καί ὡραιότερον. Ἄν μετανοῇς καί κλαίῃς διά τάς ἁμαρτίας σου, χαῖρε, διότι μέ τά δάκρυα αὐτά θέλεις πλυθῇ ἀπό κάθε μολυσμόν καί θέλεις ἀναστηθῇ καθαρώτερος. Καί λοιπόν διατί φρίττεις καί τρομάζεις τόσον πολύ τήν μετάνοιαν; Διατί ἀποφεύγεις τόσον κάθε λογῆς πειρασμόν καί θλίψιν ἀντί νά ἐπιθυμῇς νά ἔλθουν καταπάνω σου ὅλαι αἱ τιμωρίαι διά νά δοκιμασθῇς τώρα εἰς αὐτά, ὡσάν τό χρυσάφι καί νά ἀναστηθῇς λαμπρότερος;
Καί τί νομίζεις; Ἕνας ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, ἦτον ἀνάγκη νά πάθη τόσα βάσανα, διά νά ἔμβῃ εἰς τήν δόξαν, ἥτις ἦτο χρεωστουμένη εἰς τό θεῖόν Του σῶμα, διά πολλά αἴτια. «Οὐχί ταῦτα ἔδει παθεῖν τον Χριστόν καί εἰσελθεῖν εἰς τήν δόξαν αὑτοῦ;» (Λουκ. κδ’ 26), καί ἐσύ θέλεις νά μή πάθῃς τίποτε καί νά ἔμβῃς εἰς τήν αὐτήν δόξαν, ἀφ᾽ οὗ ἔγινες ἀνάξιος διά αὐτήν τόσαις φοραῖς ὅσαις ἥμαρτες; Ἔβγαλε ἀπό τόν νοῦν σου αὐτήν τήν πλάνην ἀνάμεσα εἰς ὅλον τό πλῆθος τῶν δικαίων, ὅπου ὁ θεολόγος Ἰωάννης εἰς τήν Ἀποκάλυψίν του, κανένας δέν ἠδυνήθη νά ἀπολαύσῃ τόσην εὐδαιμονίαν μέ ἄλλο πάρεξ μέ μίαν μεγάλην θλίψιν: «οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης» (Ἀποκ. θ’ 14), καί ἐσύ θέλεις νά γίνῃ διά λόγου σου μία καινούργια πόρτα εἰς τόν Παράδεισον διά νά περάσῃς ἀκόπως νά χαίρεσαι μέ τήν ψυχήν καί μέ τό κορμί ὅλας τάς τρυφάς τοῦ οὐρανοῦ, ἀφ᾽ οὗ ἐθεράπευσες τάς αἰσθήσεις σου μέ ὅλας τάς τρυφάς τῆς γῆς; Ἀνόητος ὅπου εἶσαι. Ἕνας Παῦλος ἔχαιρε νά συγκοινωνῇ εἰς τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ μέ τά βάσανα καί νά συμμορφώνεται μέ τόν θάνατόν Του, διά νά ἀπολαύσῃ τήν μέλλουσαν δόξαν τῆς ἀναστάσεως: «εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ ἔχων τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος αὐτοῦ ἐν τῷ θανάτῳ, εἴπως καταντήσω εἰς τήν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν» (Φιλιππ. γ’ 10), καί ἐσύ θέλεις νά ἀπολαύσῃς αὐτήν τήν δόξαν τῆς ἀναστάσεως τρώγωντας καί πίνωντας καί μή θέλωντας νά δοκιμάσῃς καμμίαν θλίψιν καί βάσανον; Πεπλανημένος ὅπου εἶσαι ἀπό τόν κόσμον καί ἀπό τόν διάβολον. Ἤξευρε γάρ, ὅτι καθώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλοῦς ἐκ ψυχῆς καί σώματος, ἔτσι καί ἡ ἀνάστασις εἶναι διπλή, πρώτη καί δευτέρα. Ἡ πρώτη εἶναι τῆς ψυχῆς, τήν ὁποίαν ἐνεργεῖ εἰς αὐτήν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, διά μέσου τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς καθάρσεως τῶν ψυχικῶν παθῶν καί τῶν σωματικῶν, περί τῆς ὁποίας ἀναστάσεως γέγραπται ἐν τῇ Ἀποκαλύψει: «Αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη» (Ἀποκ. κ’ 5). Ἡ δευτέρα ἀνάστασις εἶναι τοῦ σώματος, ἥτις μέλλει νά γίνῃ ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ κόσμου. Καί ὅποιος ἀξιωθῇ ἀπ᾽ ἐδῶ νά ἀναστηθῇ κατά τήν ψυχήν, οὗτος δέν θέλει δοκιμάσει τόν δεύτερον θάνατον, ὅπου εἶναι ἡ κόλασις, ἀλλά θέλει ἀναστηθῇ μέ τό σῶμα, διά νά ζήσῃ καί νά συμβασιλεύσῃ αἰωνίως μέ τόν Χριστόν, κατά τήν αὐτήν Ἀποκάλυψιν: «μακάριος καί ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτη.ἐπί τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν» (Ἀποκ. κ’ 6).
Ὅποιος δέ ἀπ᾽ ἐδῶ δέν ἀναστηθῇ κατά τήν ψυχήν, αὐτός κινδυνεύει, ὄχι νά δοξασθῇ μέ τήν ἀνάστασιν τοῦ σώματος, ἀλλά νά κολασθῇ μέ τό σῶμα, καί μέ τήν ψυχήν. Λέγει γάρ ὁ μέγας Γρηγόριος, ὁ τῆς Θεσσαλονίκης, ὅτι καθώς ὁ ἀληθινός θάνατος, ἤτοι ἡ ἁμαρτία, ὁ αἴτιος τοῦ πρώτου καί δευτέρου καί προσκαίρου καί παντοτεινοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἄρχισε μέσα εἰς τόν τόπον τῆς ζωῆς, ἤτοι εἰς τόν Παράδεισον, ἔτσι καί ἡ ἀληθινή ζωή, ἤτοι ἡ ἀρετή καί ἡ μετά Θεόν ἕνωσις, πρέπει διά νά ἀρχίσῃ ἀπό τόν τόπον τοῦ θανάτου, ἤτοι ἀπό τήν παροῦσαν ζωήν. Καί ὅποιος αὐτήν τήν ζωήν δέν σπουδάσῃ νά ἀποκτήσῃ ἀπ᾽ ἐδῶ, οὗτος ἄς μή ἀπατᾷ τόν ἑαυτόν του μέ ἐλπίδες εὔκεραις, ὅτι θέλει τήν λάβῃ ἐκεῖ: «ὥστε καί ἡ ὄντως ζωή ἡ καί ψυχῇ καί σώματι πρόξενος τῆς ἀθανάτου καί ὄντως ζωῆς, ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ τοῦ θανάτου ἕξει τήν ἀρχήν καί ὁ μή σπεύδων κτήσασθαι αὐτήν κατά ψυχήν ἐνταῦθα, μή κεναῖς ἐλπίσιν ἀπατάτω ἑαυτόν, ὡς λήψεται αὐτήν ἐκεῖ» (Λόγος εἰς τήν Ξένην). Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διά τήν ἀγνωσίαν ὅπου εἶχες τούτων τῶν ἀληθειῶν καί διότι ἐνόμισες πώς ἔχεις νά ἀπολαύσῃς τήν μέλλουσαν δόξαν τῆς ἀναστάσεως, χωρίς θλίψεις καί βάσανα. Ὅθεν μή ἀφίσῃς τόν ἑαυτόν σου νά πλανηθῇ πλέον. Κάμε ἀπόφασιν ἀπό τώρα καί ἐμπρός νά παθαίνῃς μέν θεληματικῶς κάθε κόπον ἀρετῆς.νά ὑπομένῃς δέ εὐχαρίστως κάθε ἀκούσιον πειρασμόν, διά τήν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ἀναστάσεως ὅπου σέ προσμένει. Καθώς καί ὁ γεωργός διά τήν ἐλπίδα τῶν καρπῶν ὑπομένει κόπους, χιόνας, βροχάς, χειμῶνας καί θέρη καί ὁ πραγματευτής διά τό κέρδος τρέχει ἐπάνω καί κάτω διά ξηρᾶς καί διά θαλάσσης. Καί ὁ στρατιώτης διά τήν ἐλπίδα τῆς νίκης δέν συλλογίζεται τελείως τόν πόλεμον, καί ὁ ἀσθενής διά τήν ἐλπίδα τῆς ὑγείας πίνει μετά χαρᾶς τά πικρά ἰατρικά. Καί ἐπειδή ὁ Κύριος εἶναι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κᾄν ἀποθάνῃ ζήσεται» ι(Ἰω. ια’ 25), διά τοῦτο παρακάλεσαί Τον νά ἐντυπώσῃ μέσα εἰς τήν καρδίαν σου τοῦτον τόν λογισμόν: «ἐγώ ἔχω βέβαια νά ἀναστηθῶ καί συνδοξασθῶ, μέ τόν Ἰησοῦν», λοιπόν πρέπει νά ἑτοιμάζωμαι, ἵνα μέ τοῦτον τόν λογισμόν καί τήν ἐλπίδα καθαρίζῃς τάς αἰσθήσεις καί ὅλα τά μέλη σου ἀπό κάθε λογῆς μολυσμόν καί ἁμαρτίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον: «πᾶς ὁ ἔχων τήν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾽ αὐτῷ, ἁγνίζει ἑαυτόν, καθώς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι» (Α’ Ἰω. γ’ 3). Καί οὕτω ποιῶν νά ἑτοιμασθῇς ἀπ᾽ ἐδῶ μέ μίαν ζωήν καθαράν, ἁγίαν καί ἀξίαν διά νά λάβῃς ἐμπράκτως τέτοιαις ἐξαίρεταις ἐπαγγελίαις εἰς τόν καιρόν ἐκεῖνον.ἤγουν διά νά ἀναστηθῇς, ὄχι εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, καθώς ἔχουν νά ἀναστηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, καθώς ἔχουν νά ἀναστηθοῦν οἱ δίκαιοι: «καί ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθά ποιήσαντες, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ τά φαῦλα πράξαντες, εἰς ἀνάστασιν κρίσεως».(Ἰω. ε’ 29).
Ὑποσημειώσεις:
1. Τά λόγια τοῦ θείου Διονυσίου ἅπερ περί τῆς πρώτης τάξεως τῶν θρόνων Χερουβίμ καί Σεραφίμ λέγει εἶναι ταῦτα: «τῆς δέ Ἰησοῦ κοινωνίας ὡσαύτως ἠξιωμένας οὐκ ἐν εἰκόσιν ἱεροπλάστοις μορφωτικῶς ἀποτυποῦσι (ἤτοι ἀποτυπούσαις ἀττικῶν γάρ ἐστι τό τάς ἀρσενικάς μετοχάς θηλυκοῖς συντάττειν, ὡς ἑρμηνεύει ὁ θεῖος Μάξιμος) τήν θεουργικήν ὁμοίωσιν.ἀλλ᾽ ὡς ἀληθῶς αὐτῷ πλησιαζούσας ἐν πρώτῃ μετουσίᾳ τῆς γνώσεως τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων» (περί οὐραν. Ἱεραρχ. Κεφ. ζ’).
2. Καί τά δύω ταῦτα βεβαιοῖ ὁ μέγας Βασίλειος. Ἀπορήσας γάρ ὁ Ἅγιος διότι ὠνόμασεν ὁ Μωϋσῆς μίαν καί οὐχί πρώτην τήν Κυριακήν λέγει «ἵνα οὖν πρός τήν μέλλουσαν ζωήν τήν ἔννοιαν ἡμῶν ἀπαγάγῃ μίαν ὠνόμασε τοῦ αἰῶνος τήν εἰκόνα τήν ἀπαρχήν τῶν ἡμερῶν.τήν ὁμήλικα τοῦ φωτός.τήν ἁγίαν Κυριακήν, τήν τῇ Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου τετιμημένην.ἐγένετο οὖν ἑσπέρα φησί καί ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία» (Ὁμιλ. β’ εἰς τήν Ἑξαήμερον).
Ὅτι δέ ἡ Κυριακή ἔχει νά ᾖναι αὐτός ἐκεῖνος ὁ ὄγδοος αἰών, λέγει πάλιν ὁ αὐτός Βασίλειος ταῦτα ἐκεῖσε: «ἐπεί ἀνέσπερον καί ἀδιάδοχον καί ἀτελεύτητον τήν ἡμέραν ἐκείνην εἶδεν ὁ λόγος, ἥν καί ὀγδόην ὁ Ψαλμῳδός προσηγόρευσε διά τοῦ ἔξω κεῖσθαι τοῦ ἑβδοματικοῦ τούτου χρόνου. Ὥστε κᾄν ἡμέραν εἴπῃς κᾄν αἰῶνα τήν αὐτήν ἐρεῖς ἔννοιαν» (αὐτόθι). Σχεδόν τά αὐτά περί τῆς Κυριακῆς λέγουσιν ὅ τε Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἰς τήν Πεντηκοστήν καί ὁ Νύσσης καί ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντες τήν ἐπιγραφήν τοῦ στ’ ψαλμοῦ ὑπέρ τῆς ὀγδόης. Καί ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος εἰς τήν Καινήν Κυριακήν: «διά τοῦτο καί ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὅλην τήν διακαινήσιμον Ἑβδομάδα ταύτην ὡς μίαν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς καί λαμπροφόρου λογίζεται, διά νά δείξῃ μέ τοῦτο ὅτι καί ὅλος οὗτος ὁ ἑβδοματικός αἰών τῆς παρούσης ζωῆς ἔχει νά γίνῃ μία ἡμέρα ὀγδόη καί Κυριακή, ἥτις ἔσται ὁ ὄγδοος ἐκεῖνος αἰών τῆς μελλούσης ζωῆς. Ἐπειδή γάρ κατά τό μεσονύκτιον τῆς Κυριακῆς ἔχει νά γίνῃ ἡ Δευτέρα Παρουσία καί νά ἔλθῃ ὁ ἄδυτος Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, καθώς τοῦτο οἱ θεοφόροι Πατέρες λέγουσι. Λοιπόν ἡ Κυριακή ἐκείνη ἀφ᾽ οὗ μίαν φοράν καταυγασθῇ ἀπό τάς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἐκείνου, δέν λαμβάνει πλέον ἑσπέραν, ἀλλ᾽ ἔσται μία ἡμέρα ἀνέσπερος καί ἀδιάδοχος εἰς αἰῶνας αἰώνων.»
3. Τά λόγια τοῦ σοφοῦ Νικήτα εἰσί ταῦτα: «οἱ δέ ἄγγελοι δυσκίνητοι ὄντες πρός τό κακόν ἀλλ᾽ οὐκ ἀκίνητοι μετά τήν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν, ἐγένοντο λοιπόν καί ἀκίνητοι οὐ φύσει ἀλλά χάριτι. Εἴη ἄν αὐτοῖς σωτηρία ἡ ἀτρεψία μηκέτι φοβουμένοις τήν ἐπί τό χεῖρον μεταβολήν καί τήν ἐκ ταύτης ἀπώλειαν. Ἀκίνητοι δέ ἐγένοντο οἱ ἄγγελοι πρός τό κακόν μετά τήν Ἀνάστασιν, ἐπειδή καί ἔργῳ ἔμαθον ἀπό τόν Δεσπότην Χριστόν τήν ταπείνωσιν, ὅστις ἐταπεινώθῃ οὐ μόνον ὅτι ἐγένετο ἄνθρωπος ἀλλά πολλῷ μᾶλλον ὅτι κατεδέξατο ἕως καί νά νίψῃ τούς πόδας τῶν μαθητῶν καί ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι Παθῶν καί Σταυροῦ καί θανάτου καί ταφῆς. Δι᾽ ὅ καί ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εἶπεν: ἐντεῦθεν ἄγγελοι νῦν τό ἀπερίτρεπτον ἔλαβον, ἔργῳ παρά τοῦ Δεσπότου μαθόντες, ὁδόν ὑψώσεως καί τῆς πρός Αὐτόν ὁμοιώσεως οὐ τήν ἔπαρσιν οὖσαν, ἀλλά τήν ταπείνωσιν». (Λόγος εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν).
4. Μή θαυμάσῃς, ὤ ἀναγνῶστα, ἀνίσως ἐδῶ μέν λέγομεν τρεῖς ἀναστάσεις, εἰς δέ τόν ἀκόλουθον γ’. Συλλογισμόν τῆς Μελέτης ταύτης λέγομεν δύω ἀναστάσεις, ψυχῆς καί σώματος. Αἱ γάρ αὗται εἰς δύω συγκεφαλαιοῦνται, τοῦ νοός, ἀπό τῆς ψυχῆς διαιρουμένου τῇ ἐπινοίᾳ.
5. Ὅτι ὁ θεῖος Γαβριήλ ἦτο ὁ καταβάς ἀπ᾽ οὐρανοῦ καί κυλίσας τόν μέγαν λίθον ἀπό τῆς θύρας τοῦ μνήματος τοῦ Κυρίου, πολλά ᾀσματικά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουσιν.
6. Περί τῆς Θεοτόκου ὅρα καί εἰς τήν ζ’ Ἐξέτασιν.
7. Τά λόγια τοῦ θείου Πατρός εἰσι ταῦτα: «οὐκοῦν αὕτη μόνη μεθόριόν ἐστι κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως, καί οὐδείς ἄν ἔλθοι πρός Θεόν εἰ μή δι᾽ αὐτῆς τῆς τε καί τοῦ ἐξ αὐτῆς μεσίτου, καί οὐδέν ἄν ἐκ τοῦ Θεοῦ τῶν δωρημάτων, εἰ μή διά ταύτης γένοιτο καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις». Καί πάλιν, «Πᾶσα φωτοφανείας θείας πρόοδος, καί πᾶσα θεαρχικωτάτων μυστηρίων ἀποκάλυψις, καί πᾶσα πνευματικῶν ἰδέα χαρισμάτων, ἅπασιν ἀχώρητος χωρίς Αὐτῆς. Αὕτη δέ πρώτη δεχομένη τό πλήρωμα τοῦ τά σύμπαντα πληροῦντος, καθίστησι τοῖς πᾶσι χωρητόν κατά τήν ἀναλογίαν καί τό μέτρον τῆς ἑκάστου καθαρότητος. Ὥστ᾽ Αὐτήν εἶναι καί ταμίαν, καί πρύτανιν τοῦ πλούτου τῆς θεότητος, καί πρός Αὐτήν ὁρᾶν καί ταύτῃ πεποιθέναι τάς ἀνωτάτω Χερουβικάς Ἱεραρχίας, καί ἁπλῶς πᾶσί τε καί πάσαις κατά τό μέτρον τοῦ πρός ταύτην ἀπαθοῦς καί θείου πόθου. Καί τοῦ ἀΰλου καί ἀλήκτου ἔρωτος… καί ἡ στάσις ἔψεται, καί ἡ τοῦ θείου φωτισμοῦ τρανότης».
8. Ὅρα τάς χάριτας τοῦ ἔαρος ταύτας καί ἄλλας περισσοτέρας ἐν τῷ εἰς τήν Καινήν Κυριακήν πανηγυρικῷ λόγῳ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
9. Λέγει γάρ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅτι «μνημεῖόν ἐστι δεσποτικόν ἡ ἑκάστου πιστῶν καρδία» (Κεφ. ξα’ τῆς α’ ἑκατοντ. τῶν θεολογικῶν).
10. Ἐκ τοῦ παραδείγματος τοῦ Ἰωάννου τοῦ εἰς τήν θεωρίαν παραλαμβανομένου καί τοῦ Πέτρου τοῦ εἰς τήν πρᾶξιν ἀναγομένου, πίστευσον ταῦτα. Ἔτρεχον γάρ οἱ δύο οὗτοι ὁμοῦ, ὡς λέγει τό Εὐαγγέλιον, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ Ἰωάννης ἐπρόλαβε τόν Πέτρον: «ὁ ἄλλος» φησί «μαθητής προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου». Πάλιν: «ὁ μέν Ἰωάννης βλέπει κείμενα τά ὀθόνια μόνον καί πιστεύει, ὁ δέ Πέτρος εἰσέρχεται εἰς τόν τάφον καί περιεργάζεται τά ὀθόνια καί τό σουδάριον καί τά λοιπά καί οὕτω πιστεύει».
11. Τοῦτο λέγει ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος ἐν τῇ κγ’ ἐρωτικῇ εὐχῇ.
12. Τοῦτο λέγει Γεώργιος ὁ Κορέσιος.λόγος εἰς τήν Ἀνάστασιν.